χόω: Difference between revisions
διὸ δὴ πᾶς ἀνὴρ σπουδαῖος τῶν ὄντων σπουδαίων πέρι πολλοῦ δεῖ μὴ γράψας ποτὲ ἐν ἀνθρώποις εἰς φθόνον καὶ ἀπορίαν καταβαλεῖ → And this is the reason why every serious man in dealing with really serious subjects carefully avoids writing, lest thereby he may possibly cast them as a prey to the envy and stupidity of the public | Therefore every man of worth, when dealing with matters of worth, will be far from exposing them to ill feeling and misunderstanding among men by committing them to writing
(6_5) |
(Bailly1_5) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''χόω''': ἀπαρ. χοῦν, μετοχ, χῶν, παρατ. ἔχουν, Ἡρόδ., Θουκ. κλπ. (ἴδε κατωτ., καὶ [[διαχόω]])· [[χώννυμι]], -ύω, (ἃ ἴδε) [[εἶναι]] τύποι μεταγεν.· μέλλ. χώσω Σοφ. Ἀντιγ. 81, κλπ.· - ἀόρ. ἔχωσα (κατ-), Ἡρόδ., κλπ.· - πρκμ. κέχωκα (ἀνα-) Δημ. 1279. 20· - Μέσ., ἀόρ. χωσάμενος Χρησμ. Σιβ. 5. 320. - Παθ. μέλλ. χωσθήσομαι Εὐρ. Ἰφ. ἐν Αὐλ. 1413, Πολύβ.· - ἀόρ. ἐχώσθην, ἴδε κατωτ.· - πρκμ. κέχωσμαι, Πλάτ. Κωμικ. ἐν Ἀδήλ. 1, Ξεν., (ἐκ-, συγ-) Ἡρόδ. - Ρημ. ἐπίθ. [[χωστός]], ὃ ἴδε. Χέω εἰς τὸ αὐτὸ [[μέρος]], [[συσσωρεύω]], ἐπὶ χώματος, χοῦσι [[χῶμα]] μέγα Ἡρόδ. 4. 71· χώματα χοῦν ὁ αὐτ. 2. 137, Πλάτ. Νόμ. 958Ε· χώματα χῶν πρὸς τείχεα, συσσωρεύων χώματα πρὸς τὰ τείχη, Ἡρόδ. 1. 162· [[χῶμα]] ἔχουν πρὸς τὴν πόλιν Θουκ. 2. 75· νῆσον χώσας σποδῷ, σχηματίσας νῆσον διὰ τῆς ἐπισωρεύσεως τῆς τέφρας, Ἡρόδ. 2. 140· [[μάλιστα]] ἐπὶ τάφου ἢ τύμβου, χῶσαι τάφον ὁ αὐτ. 9. 85, Σοφ. Ἀντιγ. 81· τύμβον [[αὐτόθι]] 1204, Εὐρ. Ἰφ. ἐν Ταύρ. 702, Ἰφ. ἐν Αὐλ. 1143· [[μνῆμα]] Ξεν. Κύρ. Παιδ. 7. 3, 11· [[σῆμα]] Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 248. 7· πολυάνδρια (ΙΙ. 2), Πλουτ. Εὐμ. 9. 2) ἀποφράττω ἐμβάλλων [[χῶμα]], χ. τοὺς λιμένας Δημ. 795. 14, Αἰσχίνης 69. 7· χ. φορμοῖς τὰς τάφρους Πολύβ. 1. 19, 13· - Παθ., πληροῦμαι χώματος, [[μάλιστα]] ἐπὶ θαλασσίων λιμένων, «γεμίζομαι», ἀποχερσοῦμαι, πορθμοῦ χωσθέντος Ἐμπεδ. 359· τὶ μιν (ἐξυπακ. τὸν κόλπον) κωλύει.. χωσθῆναι; Ἡρόδ. 2. 11· ἀλλ’ ἐπὶ πόλεως, οἰκοδομοῦμαι, κτίζομαι ἐπὶ ὑψωμάτων ἐκ χώματος ἢ λόφων, [[αὐτόθι]] 137· πρβλ. [[ἐκχώννυμαι]]. 3) σπανιώτερον, [[καλύπτω]] διὰ χώματος, «παραχώνω», χῶσαί τινα τάφῳ Εὐρ. Ὀρ. 1585, πρβλ. Πλάτ. Νόμ. 947D, Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. προσθῆκαι 497α. 5, καὶ ἴδε [[καταχώννυμι]]. - Παθ., ἐχωννύμεθα, ἐκαλυπτόμεθα διὰ σωροῦ χώματος, δηλ. ἐπεσώρευον σωρὸν χώματος [[ὑπεράνω]] ἡμῶν, Ἀνθ. Παλατ. 7. 136, 137. - Ἴδε Χ. Χαριτωνίδου Ποικίλα Φιλολογικὰ τόμ. Α΄, σ. 697, 700. | |lstext='''χόω''': ἀπαρ. χοῦν, μετοχ, χῶν, παρατ. ἔχουν, Ἡρόδ., Θουκ. κλπ. (ἴδε κατωτ., καὶ [[διαχόω]])· [[χώννυμι]], -ύω, (ἃ ἴδε) [[εἶναι]] τύποι μεταγεν.· μέλλ. χώσω Σοφ. Ἀντιγ. 81, κλπ.· - ἀόρ. ἔχωσα (κατ-), Ἡρόδ., κλπ.· - πρκμ. κέχωκα (ἀνα-) Δημ. 1279. 20· - Μέσ., ἀόρ. χωσάμενος Χρησμ. Σιβ. 5. 320. - Παθ. μέλλ. χωσθήσομαι Εὐρ. Ἰφ. ἐν Αὐλ. 1413, Πολύβ.· - ἀόρ. ἐχώσθην, ἴδε κατωτ.· - πρκμ. κέχωσμαι, Πλάτ. Κωμικ. ἐν Ἀδήλ. 1, Ξεν., (ἐκ-, συγ-) Ἡρόδ. - Ρημ. ἐπίθ. [[χωστός]], ὃ ἴδε. Χέω εἰς τὸ αὐτὸ [[μέρος]], [[συσσωρεύω]], ἐπὶ χώματος, χοῦσι [[χῶμα]] μέγα Ἡρόδ. 4. 71· χώματα χοῦν ὁ αὐτ. 2. 137, Πλάτ. Νόμ. 958Ε· χώματα χῶν πρὸς τείχεα, συσσωρεύων χώματα πρὸς τὰ τείχη, Ἡρόδ. 1. 162· [[χῶμα]] ἔχουν πρὸς τὴν πόλιν Θουκ. 2. 75· νῆσον χώσας σποδῷ, σχηματίσας νῆσον διὰ τῆς ἐπισωρεύσεως τῆς τέφρας, Ἡρόδ. 2. 140· [[μάλιστα]] ἐπὶ τάφου ἢ τύμβου, χῶσαι τάφον ὁ αὐτ. 9. 85, Σοφ. Ἀντιγ. 81· τύμβον [[αὐτόθι]] 1204, Εὐρ. Ἰφ. ἐν Ταύρ. 702, Ἰφ. ἐν Αὐλ. 1143· [[μνῆμα]] Ξεν. Κύρ. Παιδ. 7. 3, 11· [[σῆμα]] Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 248. 7· πολυάνδρια (ΙΙ. 2), Πλουτ. Εὐμ. 9. 2) ἀποφράττω ἐμβάλλων [[χῶμα]], χ. τοὺς λιμένας Δημ. 795. 14, Αἰσχίνης 69. 7· χ. φορμοῖς τὰς τάφρους Πολύβ. 1. 19, 13· - Παθ., πληροῦμαι χώματος, [[μάλιστα]] ἐπὶ θαλασσίων λιμένων, «γεμίζομαι», ἀποχερσοῦμαι, πορθμοῦ χωσθέντος Ἐμπεδ. 359· τὶ μιν (ἐξυπακ. τὸν κόλπον) κωλύει.. χωσθῆναι; Ἡρόδ. 2. 11· ἀλλ’ ἐπὶ πόλεως, οἰκοδομοῦμαι, κτίζομαι ἐπὶ ὑψωμάτων ἐκ χώματος ἢ λόφων, [[αὐτόθι]] 137· πρβλ. [[ἐκχώννυμαι]]. 3) σπανιώτερον, [[καλύπτω]] διὰ χώματος, «παραχώνω», χῶσαί τινα τάφῳ Εὐρ. Ὀρ. 1585, πρβλ. Πλάτ. Νόμ. 947D, Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. προσθῆκαι 497α. 5, καὶ ἴδε [[καταχώννυμι]]. - Παθ., ἐχωννύμεθα, ἐκαλυπτόμεθα διὰ σωροῦ χώματος, δηλ. ἐπεσώρευον σωρὸν χώματος [[ὑπεράνω]] ἡμῶν, Ἀνθ. Παλατ. 7. 136, 137. - Ἴδε Χ. Χαριτωνίδου Ποικίλα Φιλολογικὰ τόμ. Α΄, σ. 697, 700. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>impf.</i> ἔχουν, <i>ao.</i> ἔχωσα;<br /><i>Pass. f.</i> χωσθήσομαι, <i>ao.</i> ἐχώσθην, <i>pf.</i> inf. κεχῶσθαι;<br /><i>c.</i> [[χώννυμι]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:54, 9 August 2017
English (LSJ)
3sg. χοῖ (προσ-) Th.2.102, 3pl.
A χοῦσι Hdt.4.71; inf. χοῦν Id.2.137; part. χῶν Id.1.162: impf. ἔχουν Th.2.75, etc.: later χώννυμι, χωννύω (qq. v.): fut. χώσω S.Ant.81, etc.: aor. ἔχωσα Hdt.2.140, PTeb.799.16 (ii B. C.), etc. (Cret.3pl. ἔχουσαν GDI5056.6 (Istron)): pf. κέχωκα (ἀνα-) D.55.28:—Med., aor. ἐχωσάμην Luc.DDeor. 14.2, Philostr.VA4.10:—Pass., fut. χωσθήσομαι E.IA1442, (ἐγ-) Plb.4.40.4: aor. ἐχώσθην (v. infr.); also ἐχώθην (συν-) IG4.823.30 (Troezen, iv B. C.): pf. κέχωσμαι Pl.Com.183, Th.2.102, (ἐκ-, συγ-) Hdt.2.138, 8.144:—throw or heap up, of earth, χοῦσι χῶμα μέγα Id.4.71; χώματα χοῦν Id.2.137, Pl.Lg.958e; χώματα χῶν πρὸς τὰ τείχεα throwing up banks against... Hdt.1.162; χῶμα ἔχουν πρὸς τὴν πόλιν Th.2.75; νῆσον χώσας σποδῷ having formed an island with heaped up ashes, Hdt.2.140; esp. of a sepulchral mound, χῶσαι τάφον Id.9.85, S.Ant.81; τύμβον ib. 1204, E.IT702, IA1442 (Pass.); μνῆμα X.Cyr.7.3.11; πολυάνδρια (cf. -άνδριος 11.2), Plu.Eum.9. 2 block up by throwing earth in, λιμένας D.25.84, cf. Aeschin.3.109 (s. v.l.); χ. φορμοῖς τὰς τάφρους Plb.1.19.13:—Pass., to be filled with earth, esp. of bays in the sea, to be silted up, πορθμοῦ χωσθέντος Emp.100.17; τί μιν (sc. τὸν κόλπον) κωλύει . . χωσθῆναι; Hdt.2.11; but of cities, to be raised on mounds, ib.137. 3 less freq., cover with earth, bury, χῶσαί τινα τάφῳ E.Or.1585, cf. Pl.Lg.947e, IG5(1).1249.17 (Laconia), cf. χώννυμι fin. 4 [ὁ τρωγλοδύτης] ταριχεύεται καλῶς . . χωσθεὶς εἰς ἅλας covered over with salt, Aët.11.11.
German (Pape)
[Seite 1368] ältere Stammform des praes. vom später gebräuchlichern χώννυμι, häufig bei Her.
Greek (Liddell-Scott)
χόω: ἀπαρ. χοῦν, μετοχ, χῶν, παρατ. ἔχουν, Ἡρόδ., Θουκ. κλπ. (ἴδε κατωτ., καὶ διαχόω)· χώννυμι, -ύω, (ἃ ἴδε) εἶναι τύποι μεταγεν.· μέλλ. χώσω Σοφ. Ἀντιγ. 81, κλπ.· - ἀόρ. ἔχωσα (κατ-), Ἡρόδ., κλπ.· - πρκμ. κέχωκα (ἀνα-) Δημ. 1279. 20· - Μέσ., ἀόρ. χωσάμενος Χρησμ. Σιβ. 5. 320. - Παθ. μέλλ. χωσθήσομαι Εὐρ. Ἰφ. ἐν Αὐλ. 1413, Πολύβ.· - ἀόρ. ἐχώσθην, ἴδε κατωτ.· - πρκμ. κέχωσμαι, Πλάτ. Κωμικ. ἐν Ἀδήλ. 1, Ξεν., (ἐκ-, συγ-) Ἡρόδ. - Ρημ. ἐπίθ. χωστός, ὃ ἴδε. Χέω εἰς τὸ αὐτὸ μέρος, συσσωρεύω, ἐπὶ χώματος, χοῦσι χῶμα μέγα Ἡρόδ. 4. 71· χώματα χοῦν ὁ αὐτ. 2. 137, Πλάτ. Νόμ. 958Ε· χώματα χῶν πρὸς τείχεα, συσσωρεύων χώματα πρὸς τὰ τείχη, Ἡρόδ. 1. 162· χῶμα ἔχουν πρὸς τὴν πόλιν Θουκ. 2. 75· νῆσον χώσας σποδῷ, σχηματίσας νῆσον διὰ τῆς ἐπισωρεύσεως τῆς τέφρας, Ἡρόδ. 2. 140· μάλιστα ἐπὶ τάφου ἢ τύμβου, χῶσαι τάφον ὁ αὐτ. 9. 85, Σοφ. Ἀντιγ. 81· τύμβον αὐτόθι 1204, Εὐρ. Ἰφ. ἐν Ταύρ. 702, Ἰφ. ἐν Αὐλ. 1143· μνῆμα Ξεν. Κύρ. Παιδ. 7. 3, 11· σῆμα Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 248. 7· πολυάνδρια (ΙΙ. 2), Πλουτ. Εὐμ. 9. 2) ἀποφράττω ἐμβάλλων χῶμα, χ. τοὺς λιμένας Δημ. 795. 14, Αἰσχίνης 69. 7· χ. φορμοῖς τὰς τάφρους Πολύβ. 1. 19, 13· - Παθ., πληροῦμαι χώματος, μάλιστα ἐπὶ θαλασσίων λιμένων, «γεμίζομαι», ἀποχερσοῦμαι, πορθμοῦ χωσθέντος Ἐμπεδ. 359· τὶ μιν (ἐξυπακ. τὸν κόλπον) κωλύει.. χωσθῆναι; Ἡρόδ. 2. 11· ἀλλ’ ἐπὶ πόλεως, οἰκοδομοῦμαι, κτίζομαι ἐπὶ ὑψωμάτων ἐκ χώματος ἢ λόφων, αὐτόθι 137· πρβλ. ἐκχώννυμαι. 3) σπανιώτερον, καλύπτω διὰ χώματος, «παραχώνω», χῶσαί τινα τάφῳ Εὐρ. Ὀρ. 1585, πρβλ. Πλάτ. Νόμ. 947D, Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. προσθῆκαι 497α. 5, καὶ ἴδε καταχώννυμι. - Παθ., ἐχωννύμεθα, ἐκαλυπτόμεθα διὰ σωροῦ χώματος, δηλ. ἐπεσώρευον σωρὸν χώματος ὑπεράνω ἡμῶν, Ἀνθ. Παλατ. 7. 136, 137. - Ἴδε Χ. Χαριτωνίδου Ποικίλα Φιλολογικὰ τόμ. Α΄, σ. 697, 700.
French (Bailly abrégé)
impf. ἔχουν, ao. ἔχωσα;
Pass. f. χωσθήσομαι, ao. ἐχώσθην, pf. inf. κεχῶσθαι;
c. χώννυμι.