Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

σίλλος: Difference between revisions

From LSJ

Ὁπόσον τῷ ποδὶ περρέχει τᾶς γᾶς, τοῦτο χάρις → Every inch of his stature is grace

Theocritus, Idylls, 30.3
(6_1)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''σίλλος''': (οὐχὶ σιλλός, Ἡρῳδιαν. π. μον. λέξ. σ. 11), ὁ, [[παραβλώψ]], «ἀλλοίθωρος», ἐγὼ σ. γεγένημαί σε περιορῶν Λουκ. Λεξιφάν. 3· ― πιθαν. παραλλαγὴ τοῦ τύπου [[ἰλλός]]· πρβλ. [[σιλλόω]]. ΙΙ. κοινῶς, [[ποίημα]] σκωπτικὸν ἐν ἑξαμέτρῳ, οἷα τὰ ὑπὸ τοῦ Τίμωνος τοῦ Φλιασίου γραφέντα (περὶ τὸ 268 π.Χ.), [[ὅστις]] ἐκλήθη [[σιλλογράφος]], Ἀθήν. 22D, Ἰουλιαν. 207C· ἐν τοῖς σίλλοις ἐπετέθη κατὰ πάντων τῶν Ἑλλήνων φιλοσόφων πλὴν τοῦ Πύρρωνος καὶ τῶν σκεπτικών, εἰς ὧν τὴν σχολὴν αὐτὸς ἀνῆκεν, ἴδε Διογ. Λ. 7. 109-116· ― τὰ Ἀποσπ. [[αὐτοῦ]] εὕρηνται παρὰ τῷ Brunck ἐν Ἀναλέκτοις (2. 67 κἑξ.), [[ἰδίᾳ]] δὲ ἐξέδωκεν αὐτὰς ὁ Wölke (Warsaw 1820), καὶ ὁ F. Paul (Berlin 1821)· ― ἂν τὰ ποιήματα Ξενοφάνους τοῦ Κολοφωνίου (538 π.Χ.) ἐκλήθησαν ὑπ’ [[αὐτοῦ]] τούτου σίλλοι (ὡς δύναταί τις νὰ συμπεράνῃ ἐκ τοῦ Στράβ. 143, Σχολ. εἰς Ἀριστοφ. Ἱππ. 496, Εὐστ. 204. 21), ἡ πρώτη [[χρῆσις]] τῆς λέξεως πρέπει νὰ θεωρηθῇ ἀρχαιοτέρα· ἀλλ’ [[εἶναι]] πιθανὸν ὅτι εἰς τὸν Ξενοφάνην ἀπεδόθησαν σίλλοι, τὸ μὲν [[ἐπειδὴ]] τὰ ποιήματα ἐν οἷς προσέβαλλε τὴν θεολογίαν τοῦ Ὁμήρου καὶ Ἡσιόδου ἦσαν ὅμοια πρὸς τοὺς σίλλους τοῦ Τίμωνος, τὸ δὲ [[διότι]] ὁ Τίμων εἰσῆγε τὸν Ξενοφάνην ὡς λαλοῦν [[πρόσωπον]] ἐν τοῖς ἰδίοις [[ἑαυτοῦ]] σίλλοις, ἴδε Διογ. Λ. 9. 111· οὕτω παρὰ μεταγενεστ. τὸ [[ὄνομα]] τοῦτο ἐδόθη εἰς πᾶν σκωπτικὸν [[ποίημα]] γεγραμμένον κατὰ τὸ [[ὕφος]] τῶν τοῦ Τίμωνος ποιημάτων, Λατ. sillus, Σεξτ. Ἐμπ. π. Π. 1. 224. [[Πολυδ]]. Β΄, 54, κτλ.· τὸν σ. ψόγον λέγουσι [[μετὰ]] παιδιᾶς δυσαρέστου Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 3. 40. (Πρβλ. [[σιλλόω]]). ― Καθ’ Ἡσυχ.: «σίλλοι· ἔμμετρον [[σκῶμμα]]».
|lstext='''σίλλος''': (οὐχὶ σιλλός, Ἡρῳδιαν. π. μον. λέξ. σ. 11), ὁ, [[παραβλώψ]], «ἀλλοίθωρος», ἐγὼ σ. γεγένημαί σε περιορῶν Λουκ. Λεξιφάν. 3· ― πιθαν. παραλλαγὴ τοῦ τύπου [[ἰλλός]]· πρβλ. [[σιλλόω]]. ΙΙ. κοινῶς, [[ποίημα]] σκωπτικὸν ἐν ἑξαμέτρῳ, οἷα τὰ ὑπὸ τοῦ Τίμωνος τοῦ Φλιασίου γραφέντα (περὶ τὸ 268 π.Χ.), [[ὅστις]] ἐκλήθη [[σιλλογράφος]], Ἀθήν. 22D, Ἰουλιαν. 207C· ἐν τοῖς σίλλοις ἐπετέθη κατὰ πάντων τῶν Ἑλλήνων φιλοσόφων πλὴν τοῦ Πύρρωνος καὶ τῶν σκεπτικών, εἰς ὧν τὴν σχολὴν αὐτὸς ἀνῆκεν, ἴδε Διογ. Λ. 7. 109-116· ― τὰ Ἀποσπ. [[αὐτοῦ]] εὕρηνται παρὰ τῷ Brunck ἐν Ἀναλέκτοις (2. 67 κἑξ.), [[ἰδίᾳ]] δὲ ἐξέδωκεν αὐτὰς ὁ Wölke (Warsaw 1820), καὶ ὁ F. Paul (Berlin 1821)· ― ἂν τὰ ποιήματα Ξενοφάνους τοῦ Κολοφωνίου (538 π.Χ.) ἐκλήθησαν ὑπ’ [[αὐτοῦ]] τούτου σίλλοι (ὡς δύναταί τις νὰ συμπεράνῃ ἐκ τοῦ Στράβ. 143, Σχολ. εἰς Ἀριστοφ. Ἱππ. 496, Εὐστ. 204. 21), ἡ πρώτη [[χρῆσις]] τῆς λέξεως πρέπει νὰ θεωρηθῇ ἀρχαιοτέρα· ἀλλ’ [[εἶναι]] πιθανὸν ὅτι εἰς τὸν Ξενοφάνην ἀπεδόθησαν σίλλοι, τὸ μὲν [[ἐπειδὴ]] τὰ ποιήματα ἐν οἷς προσέβαλλε τὴν θεολογίαν τοῦ Ὁμήρου καὶ Ἡσιόδου ἦσαν ὅμοια πρὸς τοὺς σίλλους τοῦ Τίμωνος, τὸ δὲ [[διότι]] ὁ Τίμων εἰσῆγε τὸν Ξενοφάνην ὡς λαλοῦν [[πρόσωπον]] ἐν τοῖς ἰδίοις [[ἑαυτοῦ]] σίλλοις, ἴδε Διογ. Λ. 9. 111· οὕτω παρὰ μεταγενεστ. τὸ [[ὄνομα]] τοῦτο ἐδόθη εἰς πᾶν σκωπτικὸν [[ποίημα]] γεγραμμένον κατὰ τὸ [[ὕφος]] τῶν τοῦ Τίμωνος ποιημάτων, Λατ. sillus, Σεξτ. Ἐμπ. π. Π. 1. 224. [[Πολυδ]]. Β΄, 54, κτλ.· τὸν σ. ψόγον λέγουσι [[μετὰ]] παιδιᾶς δυσαρέστου Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 3. 40. (Πρβλ. [[σιλλόω]]). ― Καθ’ Ἡσυχ.: «σίλλοι· ἔμμετρον [[σκῶμμα]]».
}}
{{bailly
|btext=ου;<br /><b>1</b> <i>adj. m.</i> louche;<br /><b>2</b> qui regarde de travers, d’un air moqueur ; <i>subst.</i> raillerie, reproche injurieux.<br />'''Étymologie:''' [[σιλλός]].
}}
}}

Revision as of 19:55, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σίλλος Medium diacritics: σίλλος Low diacritics: σίλλος Capitals: ΣΙΛΛΟΣ
Transliteration A: síllos Transliteration B: sillos Transliteration C: sillos Beta Code: si/llos

English (LSJ)

(not σιλλός, Hdn.Gr.2.918), ὁ,

   A squint-eyed, ἐγὼ . . σ. γεγένημαί σε περιορῶν Luc.Lex.3 (ἰλλός cj. Hemsterhuis).    II satirical poem or lampoon in hexam. verse, such as those written by Timo of Phlius (cf. σιλλογράφος), D.L.9.111; applied to the poems of Xenophanes of Colophon by Str.14.1.28, Sch.Ar.Eq.406, Procl.ad Hes. Op.284, Sch.Il.2.212, Eust.204.22: in general, τὸν σ. ψόγον λέγουσι μετὰ παιδιᾶς δυσαρέστου Ael.VH3.40, cf. Poll.2.54, Sch.Luc.Prom. 8.

German (Pape)

[Seite 881] (gew. falsch σιλλός betont), ὁ, Hohn, Spott; bes. ein Spottgedicht, in welchem Sinne Timon der Phliasier es zuerst gebraucht zu haben scheint, der um die 127. Olympiade drei Bücher σίλλοι in Hexametern schrieb, in denen er alle griechischen Philosophen, mit Ausnahme des Pyrrhon und der Skeptiker, denen er selbst anhing, nicht ohne viel Geist und Witz verspottet haben soll, vgl. D. L. 9, 109 u. Fr. Paul De Sillis graecorum, Berol. 1821. – Sp. nannten σίλλος alles Spottende, was in einem Gedichte vorkam. – Die Ableitung ist dunkel; Einige leiten es von εἴλω, ἰλλός ab, höhnisch spottend das Auge verdrehen, wobei man nur nicht an eine Zusammensetzung σείειν τοὺς ἴλλους denken muß; Schneid. hält es für eine Nebenform von σιμός, weil eine aufgeworfene, gerümpfte Nase Zeichen des Spottes sei; vielleicht hängt es mit Σειληνός zusammen. – Bei Luc. Lexiph. 5 steht σίλλος für ἰλλός, schielend.

Greek (Liddell-Scott)

σίλλος: (οὐχὶ σιλλός, Ἡρῳδιαν. π. μον. λέξ. σ. 11), ὁ, παραβλώψ, «ἀλλοίθωρος», ἐγὼ σ. γεγένημαί σε περιορῶν Λουκ. Λεξιφάν. 3· ― πιθαν. παραλλαγὴ τοῦ τύπου ἰλλός· πρβλ. σιλλόω. ΙΙ. κοινῶς, ποίημα σκωπτικὸν ἐν ἑξαμέτρῳ, οἷα τὰ ὑπὸ τοῦ Τίμωνος τοῦ Φλιασίου γραφέντα (περὶ τὸ 268 π.Χ.), ὅστις ἐκλήθη σιλλογράφος, Ἀθήν. 22D, Ἰουλιαν. 207C· ἐν τοῖς σίλλοις ἐπετέθη κατὰ πάντων τῶν Ἑλλήνων φιλοσόφων πλὴν τοῦ Πύρρωνος καὶ τῶν σκεπτικών, εἰς ὧν τὴν σχολὴν αὐτὸς ἀνῆκεν, ἴδε Διογ. Λ. 7. 109-116· ― τὰ Ἀποσπ. αὐτοῦ εὕρηνται παρὰ τῷ Brunck ἐν Ἀναλέκτοις (2. 67 κἑξ.), ἰδίᾳ δὲ ἐξέδωκεν αὐτὰς ὁ Wölke (Warsaw 1820), καὶ ὁ F. Paul (Berlin 1821)· ― ἂν τὰ ποιήματα Ξενοφάνους τοῦ Κολοφωνίου (538 π.Χ.) ἐκλήθησαν ὑπ’ αὐτοῦ τούτου σίλλοι (ὡς δύναταί τις νὰ συμπεράνῃ ἐκ τοῦ Στράβ. 143, Σχολ. εἰς Ἀριστοφ. Ἱππ. 496, Εὐστ. 204. 21), ἡ πρώτη χρῆσις τῆς λέξεως πρέπει νὰ θεωρηθῇ ἀρχαιοτέρα· ἀλλ’ εἶναι πιθανὸν ὅτι εἰς τὸν Ξενοφάνην ἀπεδόθησαν σίλλοι, τὸ μὲν ἐπειδὴ τὰ ποιήματα ἐν οἷς προσέβαλλε τὴν θεολογίαν τοῦ Ὁμήρου καὶ Ἡσιόδου ἦσαν ὅμοια πρὸς τοὺς σίλλους τοῦ Τίμωνος, τὸ δὲ διότι ὁ Τίμων εἰσῆγε τὸν Ξενοφάνην ὡς λαλοῦν πρόσωπον ἐν τοῖς ἰδίοις ἑαυτοῦ σίλλοις, ἴδε Διογ. Λ. 9. 111· οὕτω παρὰ μεταγενεστ. τὸ ὄνομα τοῦτο ἐδόθη εἰς πᾶν σκωπτικὸν ποίημα γεγραμμένον κατὰ τὸ ὕφος τῶν τοῦ Τίμωνος ποιημάτων, Λατ. sillus, Σεξτ. Ἐμπ. π. Π. 1. 224. Πολυδ. Β΄, 54, κτλ.· τὸν σ. ψόγον λέγουσι μετὰ παιδιᾶς δυσαρέστου Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 3. 40. (Πρβλ. σιλλόω). ― Καθ’ Ἡσυχ.: «σίλλοι· ἔμμετρον σκῶμμα».

French (Bailly abrégé)

ου;
1 adj. m. louche;
2 qui regarde de travers, d’un air moqueur ; subst. raillerie, reproche injurieux.
Étymologie: σιλλός.