Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἐπαμείβω: Difference between revisions

From LSJ

Ἔοικα γοῦν τούτου γε σμικρῷ τινι αὐτῷ τούτῳ σοφώτερος εἶναι, ὅτι ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι → I seem, then, in just this little thing to be wiser than this man at any rate, that what I do not know I do not think I know either

Plato, Apology 21d
(6_14)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐπᾰμείβω''': μέλλ. -ψω, ἀνταλλάσω, τεύχεα δ’ ἀλλήλοις ἐπαμείψομεν Ἰλ. Ζ. 230· [[φύσεις]] ἐπ. Ὀρφ. Ἀργ. 420. - Μέσ., [[νίκη]] δ’ ἐπαμείβεται ἄνδρας, «ἡ [[νίκη]] δὲ ἐξ ἀμοιβῆς παραγίνεται, ἐναλλὰξ πρὸς ἄλλον χωροῦσα» (Θ. Γαζῆς), Ἰλ. Ζ. 339· [[ἐξαῦτις]] δ’ ἑτέρους ἐπαμείψεται (ἐξυπ. κήδεα), Ἀρχίλ. 8. 9.
|lstext='''ἐπᾰμείβω''': μέλλ. -ψω, ἀνταλλάσω, τεύχεα δ’ ἀλλήλοις ἐπαμείψομεν Ἰλ. Ζ. 230· [[φύσεις]] ἐπ. Ὀρφ. Ἀργ. 420. - Μέσ., [[νίκη]] δ’ ἐπαμείβεται ἄνδρας, «ἡ [[νίκη]] δὲ ἐξ ἀμοιβῆς παραγίνεται, ἐναλλὰξ πρὸς ἄλλον χωροῦσα» (Θ. Γαζῆς), Ἰλ. Ζ. 339· [[ἐξαῦτις]] δ’ ἑτέρους ἐπαμείψεται (ἐξυπ. κήδεα), Ἀρχίλ. 8. 9.
}}
{{bailly
|btext=échanger : τεύχεα ἀλλήλοις IL ses armes les uns avec les autres;<br /><i><b>Moy.</b></i> ἐπαμείβομαι échoir alternativement à, acc..<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[ἀμείβω]].
}}
}}

Revision as of 19:55, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπᾰμείβω Medium diacritics: ἐπαμείβω Low diacritics: επαμείβω Capitals: ΕΠΑΜΕΙΒΩ
Transliteration A: epameíbō Transliteration B: epameibō Transliteration C: epameivo Beta Code: e)pamei/bw

English (LSJ)

   A exchange, barter, τεύχεα δ' ἀλλήλοις ἐπαμείψομεν Il.6.230; φύσεις ἐ. Orph.A.422:—Med., come one after another, come in turn to, νικη δ' ἐπαμείβεται ἄνδρας Il.6.339; ἐξαῦτις δ' ἑτέρους ἐπαμείψεται (sc. κήδεα) Archil.9.9.

German (Pape)

[Seite 898] verwechseln, vertauschen; τεύχεα ἀλλήλοις Il. 6, 230; φύσεις Orph. Arg. 420. Sonst im med. wechselsweis hin- und hergehen, νίκη ἐπαμείβεται ἄνδρας, wechselt zwischen den Männern, Il. 6, 339; ἑτέρους ἐπαμείψεται Archil. frg. 48.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπᾰμείβω: μέλλ. -ψω, ἀνταλλάσω, τεύχεα δ’ ἀλλήλοις ἐπαμείψομεν Ἰλ. Ζ. 230· φύσεις ἐπ. Ὀρφ. Ἀργ. 420. - Μέσ., νίκη δ’ ἐπαμείβεται ἄνδρας, «ἡ νίκη δὲ ἐξ ἀμοιβῆς παραγίνεται, ἐναλλὰξ πρὸς ἄλλον χωροῦσα» (Θ. Γαζῆς), Ἰλ. Ζ. 339· ἐξαῦτις δ’ ἑτέρους ἐπαμείψεται (ἐξυπ. κήδεα), Ἀρχίλ. 8. 9.

French (Bailly abrégé)

échanger : τεύχεα ἀλλήλοις IL ses armes les uns avec les autres;
Moy. ἐπαμείβομαι échoir alternativement à, acc..
Étymologie: ἐπί, ἀμείβω.