ἐξαῦτις

From LSJ

οἷς πρόθεσίς ἐστιν ἀδικεῖν, παρ' αὐτοῖς οὐδὲ δικαία ἀπολογία ἰσχύει → not even a just excuse means anything to those bent on injustice | the tyrant will always find a pretext for his tyranny | any excuse will serve a tyrant

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐξαῦτις Medium diacritics: ἐξαῦτις Low diacritics: εξαύτις Capitals: ΕΞΑΥΤΙΣ
Transliteration A: exaûtis Transliteration B: exautis Transliteration C: eksaytis Beta Code: e)cau=tis

English (LSJ)

Ep. Adv.
A once more, anew, Il.1.223, etc., Archil.6, PLips. 27.25 (ii A.D.).
II of place, back again, backwards, Il.16.654, A.R.3.482.
III = ἔπειτα, Rhian.25.

German (Pape)

[Seite 874] öfters bei Homer, und zwar nach Lehrs Aristarch. ed. 2 p. 158 überall in der Bedeutung denuo, von Neuem, so daß es das Wiederaufnehmen einer unterbrochenen Handlung bezeichnet; s. z. B. Iliad. 1, 223. 13, 531 Odyss. 4, 234. 5, 419. Bei den folgenden Dichtern schwächt sich die Bedeutung wie die von αὖ und αὖτις ab, »wiederum«, »dagegen«, »aber«, »ferner«, »sodann«; Hesiod. Th. 654. 658. 915 Apoll. Rhod. 2, 1159. 3, 482 Rhian ap. Scholl. Apoll. Rh. 3, 1090 Oppian. Hal. 5, 592 Quint. 9, 510.

French (Bailly abrégé)

adv.
1 en arrière de, en revenant de, gén.;
2 en parl. du temps de nouveau.
Étymologie: poét. p. ἐξαῦθις de ἐξ, αὖθις.

Russian (Dvoretsky)

ἐξαῦτις: adv.
1 обратно, назад (ὠθεῖσθαί τινα προτὶ ἄστυ Hom.);
2 снова, опять (προσέειπε Hom.);
3 со своей стороны, в свою очередь (τὸν δ᾽ ἐ. ἀμείβετο Κόττος Hes.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐξαῦτις: ἀντὶ ἐξαῦθις (ὅπερ δὲν ἀπαντᾷ), Ἐπικ. Ἐπίρρ., ἐκ νέου, αὖθις, πάλιν, Πηλεΐδης δ’ ἐξαῦτις ἀταρτηροῖς ἐπέεσσιν Ἀτρεΐδην προσέειπε Ἰλ. Α. 223, κτλ., Ἀρχίλοχ. 5. ΙΙ. ἐπὶ τόπου, ὀπίσω, πρὸς τὰ ὀπίσω, ὄφρ. ἠΰς θεράπων Πηληϊάδεω Ἀχιλῆος ἐξαῦτις Τρῶας... ὤσαιτο προτὶ ἄστυ Ἰλ. Π. 654· ἔμπης δ’ ἐξαῦτις μετελεύσομαι ἀντιβολήσων Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 482. - Πρβλ. Lehrs. Ἀρίσταρχ. 161. Ἀλλὰ τὰ μνημονευθέντα χωρία δύνανται κάλλιστα καὶ χρονικῶς νὰ ἑρμηνευθῶσιν.

Greek Monolingual

ἐξαῡτις (AM) (Α και ἐξαῡθις)
1. ακόμη μια φορά, πάλιΠηλεΐδης δ' ἐξαῡτις ἀταρτηροῖς ἐπέεσσιν Ἀτρεΐδην προσέειπε», Ομ. Ιλ. Α)
2. (για τόπο) πίσω, προς τα πίσω («ἐξαῡτις Τρῶάς τε... ὤσαιτο προτὶ ἄστυ», Ομ. Ιλ. Π.)
3. (για χρόνο) έπειτα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < εκ + αύτις].

Greek Monotonic

ἐξαῦτις: επίρρ.,
I. ξανά, πάλι, ακόμη μια φορά, εκ νέου, από την αρχή, σε Ομήρ. Ιλ.
II. λέγεται για τόπο, πίσω ξανά, προς τα πίσω, στο ίδ.

Middle Liddell

adverb
I. over again, once more, anew, Il.
II. of place, back again, backwards, Il.