σπατάλη: Difference between revisions
Ξένῳ μάλιστα συμφέρει τὸ σωφρονεῖν → Bene se modeste gerere peregrinum decet → Den größten Nutzen bringt dem Gast Bescheidenheit
(6_9) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''σπᾰτάλη''': ἡ, [[ἀκολασία]], [[ἀσωτία]], [[δαπάνη]] ὑπερβολική, Ἀνθ. Π. 11. 17, Ἐβδ. (Σειρὰχ ΚΖ΄, 13)· ἐπὶ συμποσίου πλήρους ἡδυσμάτων, Ἀνθ. Π. 7. 206., 11. 402· ἐπὶ κοσμημάτων, χρυσομανὴς σπ. [[αὐτόθι]] 5. 302· [[χρυσόδετος]] σπ., δηλ. [[ψέλλιον]], [[αὐτόθι]] 5. 27, πρβλ. 271. (Ἐντεῦθεν καὶ [[σπαταλάω]], [[σπατάλημα]], [[σπατάλιον]], κτλ.). | |lstext='''σπᾰτάλη''': ἡ, [[ἀκολασία]], [[ἀσωτία]], [[δαπάνη]] ὑπερβολική, Ἀνθ. Π. 11. 17, Ἐβδ. (Σειρὰχ ΚΖ΄, 13)· ἐπὶ συμποσίου πλήρους ἡδυσμάτων, Ἀνθ. Π. 7. 206., 11. 402· ἐπὶ κοσμημάτων, χρυσομανὴς σπ. [[αὐτόθι]] 5. 302· [[χρυσόδετος]] σπ., δηλ. [[ψέλλιον]], [[αὐτόθι]] 5. 27, πρβλ. 271. (Ἐντεῦθεν καὶ [[σπαταλάω]], [[σπατάλημα]], [[σπατάλιον]], κτλ.). | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ης (ἡ) :<br /><b>1</b> délice ; mollesse, luxe ; mets délicat;<br /><b>2</b> ornement (bracelet, anneau, <i>etc.</i>).<br />'''Étymologie:''' [[σπάω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:55, 9 August 2017
English (LSJ)
ἡ,
A wantonness, luxury, LXX Si.27.13, AP11.17 (Nicarch.); χρυσομανὴς σ. ib.5.301.2 (Agath.); of a dainty feast, Luc.Epigr.50, AP7.206 (Damoch.); of ornaments, ταρσῶν χρυσοφόρος σ., i.e. anklets, ib.5.26 (Rufin.), cf. 270 (Maced.). II bracelet, SIG1184.1 (Cnidus, iii B.C.), cf. AP6.74 (Agath.).
German (Pape)
[Seite 918] ἡ, Schwelgerei, Luxus, bes. im Essen und Trinken; χρυσομανής, Agath. 3 (V, 302); χεῖρα περισφίγξω χρυσοδέτῳ σπατάλῃ, Armband, 27 (VI, 74), vgl. σπατάλιον; χρυσοφόρος ταρσῶν, Rufin. 37 (V, 27), ein Schmuck der Füße.
Greek (Liddell-Scott)
σπᾰτάλη: ἡ, ἀκολασία, ἀσωτία, δαπάνη ὑπερβολική, Ἀνθ. Π. 11. 17, Ἐβδ. (Σειρὰχ ΚΖ΄, 13)· ἐπὶ συμποσίου πλήρους ἡδυσμάτων, Ἀνθ. Π. 7. 206., 11. 402· ἐπὶ κοσμημάτων, χρυσομανὴς σπ. αὐτόθι 5. 302· χρυσόδετος σπ., δηλ. ψέλλιον, αὐτόθι 5. 27, πρβλ. 271. (Ἐντεῦθεν καὶ σπαταλάω, σπατάλημα, σπατάλιον, κτλ.).
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
1 délice ; mollesse, luxe ; mets délicat;
2 ornement (bracelet, anneau, etc.).
Étymologie: σπάω.