ταινία: Difference between revisions
τὸ ἀγαθὸν αἱρετόν· τὸ δ' αἱρετὸν ἀρεστόν· τὸ δ' ἀρεστὸν ἐπαινετόν· τὸ δ' ἐπαινετὸν καλόν → what is good is chosen, what is chosen is approved, what is approved is admired, what is admired is beautiful
(6_9) |
(Bailly1_5) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ταινία''': ἡ, ([[τανύω]], [[τείνω]]) [[ὕφασμα]] ἐκ λίνου ἢ ἐρίου, ἐπίμηκες καὶ στενόν, λωρὶς ὑφάσματος, κορδέλλα, καὶ τὰ ὅμοια, [[μάλιστα]] πρὸς ἀνάδεσιν τῆς [[κόμης]], [[κεφαλόδεσμος]], ἢ ὡς [[στέφανος]] περὶ τὴν κεφαλήν, φορουμένη δὲ εἰς [[σημεῖον]] νίκης, (πρβλ. [[ταινιόω]]), Λατ. mitelia, θήσω δὲ νικητήριον [[τρεῖς]] ταινίας Εὔπολις ἐν «Ἀγκυλίωνι» 3, πρβλ. Ξεν. Συμπ. 5. 9, Πλάτ. Συμπ. 212Ε, Παυσ. 6. 20, 19, κτλ.· ταινίας πωλεῖν Δημ. 1308. 5· - [[ὡσαύτως]] στηθόδεσμος νεαρᾶς κόρης ἢ γυναικὸς [[καθόλου]], Ἀνακρεόντ. 22. 13, πρβλ. Παυσ. 9. 39, 8· «τὸ δὲ τῶν μαστῶν τῶν γυναικῶν [[ζῶσμα]] ταινίαν ὠνόμαζον ἢ [[ταινίδιον]]» [[Πολυδ]]. Ζ΄, 65· - [[ἐπίδεσμος]], [[σφενδόνη]], Ἱππ. π. Ἄρθρ. 817, κτλ. 2) λωρὶς δορᾶς ἢ σισύρας, Ὀππ. Κυν. 1. 322. 3) στενὴ καὶ [[ἐπιμήκης]] [[σημαία]] πλοίου, Δίων Χρ. 2. 397, [[Πολυδ]]. Α΄, 90· [[ταινία]] ἐξηρτημένη ἐκ τῆς λόγχης δόρατος, Διόδ. 15. 52. ΙΙ. λωρὶς ἢ [[γλῶσσα]] γῆς, Διόδ. 1. 31, Ἀπ. Καρχηδ. 121, Πλουτ. Ἀλέξ. 26, κτλ.· σύρτις, Πολύβ. 4. 41, 2, Στράβ. ΙΙΙ. [[ἔργον]] ξυλουργοῦ, γραμμὴ ἐξέχουσα ξύλου, fascia, Ἐτυμ. Μέγ. IV. ὡς καὶ νῦν, [[ταινία]] τῶν ἐντέρων, Γαλην. V. μακρὸς καὶ λεπτὸς ἰχθύς, ἡ νῦν καλουμένη ζαργάνα (ἴδε σημ. Κοραῆ εἰς Ξενοκρ. σ. 206, 207), Ἐπίχ. 31 Ahr., Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 2. 13, 4. [ῑ εὕρηται ἐν ἄρσει, Ὀππ. ἔνθ’ ἀνωτ., Ἐπικ. [[ποίημα]] παρὰ Διογ. Λ. 8. 62, ἴδε Blomf. ἐς Αἰσχύλου Πρ. 93]. | |lstext='''ταινία''': ἡ, ([[τανύω]], [[τείνω]]) [[ὕφασμα]] ἐκ λίνου ἢ ἐρίου, ἐπίμηκες καὶ στενόν, λωρὶς ὑφάσματος, κορδέλλα, καὶ τὰ ὅμοια, [[μάλιστα]] πρὸς ἀνάδεσιν τῆς [[κόμης]], [[κεφαλόδεσμος]], ἢ ὡς [[στέφανος]] περὶ τὴν κεφαλήν, φορουμένη δὲ εἰς [[σημεῖον]] νίκης, (πρβλ. [[ταινιόω]]), Λατ. mitelia, θήσω δὲ νικητήριον [[τρεῖς]] ταινίας Εὔπολις ἐν «Ἀγκυλίωνι» 3, πρβλ. Ξεν. Συμπ. 5. 9, Πλάτ. Συμπ. 212Ε, Παυσ. 6. 20, 19, κτλ.· ταινίας πωλεῖν Δημ. 1308. 5· - [[ὡσαύτως]] στηθόδεσμος νεαρᾶς κόρης ἢ γυναικὸς [[καθόλου]], Ἀνακρεόντ. 22. 13, πρβλ. Παυσ. 9. 39, 8· «τὸ δὲ τῶν μαστῶν τῶν γυναικῶν [[ζῶσμα]] ταινίαν ὠνόμαζον ἢ [[ταινίδιον]]» [[Πολυδ]]. Ζ΄, 65· - [[ἐπίδεσμος]], [[σφενδόνη]], Ἱππ. π. Ἄρθρ. 817, κτλ. 2) λωρὶς δορᾶς ἢ σισύρας, Ὀππ. Κυν. 1. 322. 3) στενὴ καὶ [[ἐπιμήκης]] [[σημαία]] πλοίου, Δίων Χρ. 2. 397, [[Πολυδ]]. Α΄, 90· [[ταινία]] ἐξηρτημένη ἐκ τῆς λόγχης δόρατος, Διόδ. 15. 52. ΙΙ. λωρὶς ἢ [[γλῶσσα]] γῆς, Διόδ. 1. 31, Ἀπ. Καρχηδ. 121, Πλουτ. Ἀλέξ. 26, κτλ.· σύρτις, Πολύβ. 4. 41, 2, Στράβ. ΙΙΙ. [[ἔργον]] ξυλουργοῦ, γραμμὴ ἐξέχουσα ξύλου, fascia, Ἐτυμ. Μέγ. IV. ὡς καὶ νῦν, [[ταινία]] τῶν ἐντέρων, Γαλην. V. μακρὸς καὶ λεπτὸς ἰχθύς, ἡ νῦν καλουμένη ζαργάνα (ἴδε σημ. Κοραῆ εἰς Ξενοκρ. σ. 206, 207), Ἐπίχ. 31 Ahr., Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 2. 13, 4. [ῑ εὕρηται ἐν ἄρσει, Ὀππ. ἔνθ’ ἀνωτ., Ἐπικ. [[ποίημα]] παρὰ Διογ. Λ. 8. 62, ἴδε Blomf. ἐς Αἰσχύλου Πρ. 93]. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ας (ἡ) :<br /><b>1</b> bandelette <i>ou</i> ruban pour la tête;<br /><b>2</b> <i>p. anal.</i> langue de terre, banc de sable.<br />'''Étymologie:''' DELG [[τείνω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:55, 9 August 2017
English (LSJ)
ἡ,
A band, fillet, esp. headband, worn in sign of victory, θήσω δὲ νικητήριον τρεῖς ταινίας Eub.3, cf. Emp.112.6, X.Smp.5.9, Pl. Smp.212e, Paus.6.20.19, etc.; ταινίας πωλεῖν D.57.31; also, the breastband of young girls, etc., Anacreont.22.13, cf. Paus.9.39.8, Poll.7.65; abdominal band, Diocl.Fr.142; bandage, Hp.Art.50 (pl.), IG42(1).121.49,61 (Epid., iv B.C.), Sor.Fasc.25, al.; ribbon, distd. fr. λημνίσκος, PCair.Zen.696 (iii B.C.). 2 strip in fur, Opp.C.1.322. 3 pennon of a ship, D.Chr.74.8, Poll.1.90; of a spear, D.S. 15.52. 4 = ταινίδιον 111 or IV, τ. χρυσῆ, ἐφ' ἧς ἐπιγραφὴ Βασίλισσα Στρατονίκη . . Inscr.Délos 442 B 33 (ii B.C.); τ. περιηργυρωμένη ib. 29. II strip or tongue of land, D.S.1.31, App.Pun.121, Plu. Alex.26; sandbank, PTeb.5.30, PStrassb.85.20 (both ii B.C.), Plb. 4.41.1, Str.1.3.4. 2 name of a strip of land near lake Mareotis, Ath.1.33e. III in joiner's work, fillet, fascia, τὴν τ. ἐπὶ τὸν θρᾶνον τοῦ νεὼ ἐπιθέντι IG11(2).161 A50 (Delos, iii B.C.), cf. LXX Ez. 27.5, EM749.38; περιθήσει ταινίαν μέλαιναν a black band (round a mosaic floor), PCair.Zen.665.8 (iii B.C.). IV tape-worm, Gal.14.755, Gp.12.27.2 (pl.). V a long, thin fish, Epich.56, Arist.HA 504b33. [ῐ, but ῑ metri gr., Emp. l.c., Opp.l.c.]
German (Pape)
[Seite 1063] ἡ, Band, Binde, bes. Haarband; ταινίας ἔχοντα ἐπὶ τῆς κεφαλῆς, Plat. Conv. 212 e, Siegeszeichen; vgl. Xen. Conv. 5, 9; ταινίας πωλεῖν thun nach Dem. 57, 31. 35 nicht reiche Leute; λευκὴ περὶ τῷ μετώπῳ, Luc. Navig. 39; auch die Busenbinde der Mädchen, τὸ τῶν μαστῶν τῶν γυναικείων ζῶσμα, Poll. 7, 65; A nccr. 22, 13; lat. taenia; am Schiffe der Wimpel, die Flagge, Sp. – Uebh. jeder lang hingezogene, schmale Streif, z. B. Erdzunge, App. Punic. 121, vgl. Chrys. 5, 9; Pol. 4, 41, 2; Sandbank, ὕφαλος, Strabo 1, 3, 4. – Nach Suid. = κυμάτια. – Auch der Bandwurm, Galen; auch eine Ficchart.
Greek (Liddell-Scott)
ταινία: ἡ, (τανύω, τείνω) ὕφασμα ἐκ λίνου ἢ ἐρίου, ἐπίμηκες καὶ στενόν, λωρὶς ὑφάσματος, κορδέλλα, καὶ τὰ ὅμοια, μάλιστα πρὸς ἀνάδεσιν τῆς κόμης, κεφαλόδεσμος, ἢ ὡς στέφανος περὶ τὴν κεφαλήν, φορουμένη δὲ εἰς σημεῖον νίκης, (πρβλ. ταινιόω), Λατ. mitelia, θήσω δὲ νικητήριον τρεῖς ταινίας Εὔπολις ἐν «Ἀγκυλίωνι» 3, πρβλ. Ξεν. Συμπ. 5. 9, Πλάτ. Συμπ. 212Ε, Παυσ. 6. 20, 19, κτλ.· ταινίας πωλεῖν Δημ. 1308. 5· - ὡσαύτως στηθόδεσμος νεαρᾶς κόρης ἢ γυναικὸς καθόλου, Ἀνακρεόντ. 22. 13, πρβλ. Παυσ. 9. 39, 8· «τὸ δὲ τῶν μαστῶν τῶν γυναικῶν ζῶσμα ταινίαν ὠνόμαζον ἢ ταινίδιον» Πολυδ. Ζ΄, 65· - ἐπίδεσμος, σφενδόνη, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 817, κτλ. 2) λωρὶς δορᾶς ἢ σισύρας, Ὀππ. Κυν. 1. 322. 3) στενὴ καὶ ἐπιμήκης σημαία πλοίου, Δίων Χρ. 2. 397, Πολυδ. Α΄, 90· ταινία ἐξηρτημένη ἐκ τῆς λόγχης δόρατος, Διόδ. 15. 52. ΙΙ. λωρὶς ἢ γλῶσσα γῆς, Διόδ. 1. 31, Ἀπ. Καρχηδ. 121, Πλουτ. Ἀλέξ. 26, κτλ.· σύρτις, Πολύβ. 4. 41, 2, Στράβ. ΙΙΙ. ἔργον ξυλουργοῦ, γραμμὴ ἐξέχουσα ξύλου, fascia, Ἐτυμ. Μέγ. IV. ὡς καὶ νῦν, ταινία τῶν ἐντέρων, Γαλην. V. μακρὸς καὶ λεπτὸς ἰχθύς, ἡ νῦν καλουμένη ζαργάνα (ἴδε σημ. Κοραῆ εἰς Ξενοκρ. σ. 206, 207), Ἐπίχ. 31 Ahr., Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 2. 13, 4. [ῑ εὕρηται ἐν ἄρσει, Ὀππ. ἔνθ’ ἀνωτ., Ἐπικ. ποίημα παρὰ Διογ. Λ. 8. 62, ἴδε Blomf. ἐς Αἰσχύλου Πρ. 93].
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
1 bandelette ou ruban pour la tête;
2 p. anal. langue de terre, banc de sable.
Étymologie: DELG τείνω.