ἐναύω: Difference between revisions

From LSJ

ἀκίνδυνοι δ' ἀρεταὶ οὔτε παρ' ἀνδράσιν οὔτ' ἐν ναυσὶ κοίλαις τίμιαι → but excellence without danger is honored neither among men nor in hollow ships

Source
(6_20)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐναύω''': παρατ. ἔναυον Ἡρόδ. 7. 231: ἀόρ. εὐκτ. ἐναύσειε Δίφιλ. ἐν «Παρασίτῳ» 3· ἀπαρ. ἐναῦσαι Πλουτ. Φωκ. 37. ― Μέσ., Κρατῖν. ἐν Ἀδήλ. 128: μέλλ. -σομαι Λόγγ. 3. 6: ἀόρ. ἐναύσασθαι Πλάτ. Ἀξ. 371Ε, κτλ. Δίδω εἴς τινα νὰ ἀνάψῃ, [[οὐκοῦν]], ἔφη ὁ [[Σωκράτης]], καὶ τῷ γείτονι βούλει σὺ ἀρέσκειν, ἵνα σοι καὶ πῦρ ἐναύῃ [[ὅταν]] τούτου δέῃ...; Ξεν. Ἀπομν. 2. 2, 12. Ἦτο καθῆκον παντὸς καλοῦ γείτονος νὰ δίδῃ [[ἔναυσμα]] εἰς τὸν πλησίον [[αὐτοῦ]] ἐὰν εἶχεν ἀνάγκην τούτου, ὁ δὲ ἀρνούμενος ἐθεωρεῖτο [[ἐπάρατος]], Δίφιλ. ἐν «Παρασίτῳ» 3, πρβλ. Κικ. Off. 1. 16· ἀλλ’ εἰς τοὺς ἀτίμους οὐδεὶς ἔδιδε πῦρ πρὸς ἔναυσιν, [[οὔτε]] οἱ (τῷ Ἀριστοδήμῳ) πῦρ οὐδεὶς ἔναυε Ἡρόδ. ἔνθ’ ἀνωτ., Δείναρχ. 106. 12, πρβλ. Σοφ. Ο. Τ. 235 κἑξ.: ― Μέσ., [[ἀνάπτω]], ἀναρριπίσας τὸν κεραυνὸν ἢ ἐκ τῆς Οἴτης ἐναυσάμενος Λουκ. Τίμ. 6· ἀπὸ ἑτέρου πυρὸς Πλουτ. Νουμ. 9· μεταφ., [[λαμβάνω]], καὶ τὸ [[θάρσος]] τῆς [[ἐκεῖσε]] πορείας παρὰ τῆς Ἐλευσινίας ἐναύσασθαι Πλάτ. ἔνθ’ ἀνωτ.· - «[[ἐντεῦθεν]] [[Εὐριπίδης]] ἐναυσάμενος τὸν λόγον ἅπαντα [[εἶτα]] μέντοι Φοίνικι περιτίθησιν» Ἀνώνυμ. παρὰ Σουΐδᾳ ἐν λ. ἐναύνειν· - «καί τινα ἐξ [[αὐτοῦ]] διδασκαλίαν ἐναυσάμενοι» Αἰλιαν. παρὰ Σουΐδᾳ ἐν λ. ἐναύσματα.
|lstext='''ἐναύω''': παρατ. ἔναυον Ἡρόδ. 7. 231: ἀόρ. εὐκτ. ἐναύσειε Δίφιλ. ἐν «Παρασίτῳ» 3· ἀπαρ. ἐναῦσαι Πλουτ. Φωκ. 37. ― Μέσ., Κρατῖν. ἐν Ἀδήλ. 128: μέλλ. -σομαι Λόγγ. 3. 6: ἀόρ. ἐναύσασθαι Πλάτ. Ἀξ. 371Ε, κτλ. Δίδω εἴς τινα νὰ ἀνάψῃ, [[οὐκοῦν]], ἔφη ὁ [[Σωκράτης]], καὶ τῷ γείτονι βούλει σὺ ἀρέσκειν, ἵνα σοι καὶ πῦρ ἐναύῃ [[ὅταν]] τούτου δέῃ...; Ξεν. Ἀπομν. 2. 2, 12. Ἦτο καθῆκον παντὸς καλοῦ γείτονος νὰ δίδῃ [[ἔναυσμα]] εἰς τὸν πλησίον [[αὐτοῦ]] ἐὰν εἶχεν ἀνάγκην τούτου, ὁ δὲ ἀρνούμενος ἐθεωρεῖτο [[ἐπάρατος]], Δίφιλ. ἐν «Παρασίτῳ» 3, πρβλ. Κικ. Off. 1. 16· ἀλλ’ εἰς τοὺς ἀτίμους οὐδεὶς ἔδιδε πῦρ πρὸς ἔναυσιν, [[οὔτε]] οἱ (τῷ Ἀριστοδήμῳ) πῦρ οὐδεὶς ἔναυε Ἡρόδ. ἔνθ’ ἀνωτ., Δείναρχ. 106. 12, πρβλ. Σοφ. Ο. Τ. 235 κἑξ.: ― Μέσ., [[ἀνάπτω]], ἀναρριπίσας τὸν κεραυνὸν ἢ ἐκ τῆς Οἴτης ἐναυσάμενος Λουκ. Τίμ. 6· ἀπὸ ἑτέρου πυρὸς Πλουτ. Νουμ. 9· μεταφ., [[λαμβάνω]], καὶ τὸ [[θάρσος]] τῆς [[ἐκεῖσε]] πορείας παρὰ τῆς Ἐλευσινίας ἐναύσασθαι Πλάτ. ἔνθ’ ἀνωτ.· - «[[ἐντεῦθεν]] [[Εὐριπίδης]] ἐναυσάμενος τὸν λόγον ἅπαντα [[εἶτα]] μέντοι Φοίνικι περιτίθησιν» Ἀνώνυμ. παρὰ Σουΐδᾳ ἐν λ. ἐναύνειν· - «καί τινα ἐξ [[αὐτοῦ]] διδασκαλίαν ἐναυσάμενοι» Αἰλιαν. παρὰ Σουΐδᾳ ἐν λ. ἐναύσματα.
}}
{{bailly
|btext=<span class="bld">1</span>allumer : [[πῦρ]] du feu;<br /><i><b>Moy.</b></i> ἐναύομαι allumer pour soi : ἔκ τινος à qch.<br />'''Étymologie:''' [[ἐν]], [[αὕω]]².<br /><span class="bld">2</span>crier.<br />'''Étymologie:''' [[ἐν]], [[αὔω]]¹.
}}
}}

Revision as of 19:55, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐναύω Medium diacritics: ἐναύω Low diacritics: εναύω Capitals: ΕΝΑΥΩ
Transliteration A: enaúō Transliteration B: enauō Transliteration C: enayo Beta Code: e)nau/w

English (LSJ)

(A), impf.

   A ἔναυον Hdt.7.231: aor. 1 opt. ἐναύσειε Diph.62, inf. ἐναῦσαι Plu.Phoc.37:—Med., Cratin.409: fut. -σομαι Com.Adesp.25.23D., Longus 3.6: aor. ἐναύσασθαι Pl.Ax.371e, etc.:— kindle, ἐ. πῦρ τινί hght one a fire, give him a light, as was the duty of a neighbour, X.Mem.2.2.12, cf. Hdt. l.c., Diph. l. c., Call.Iamb.1.191; τοῦτον μήτε πόλει δέχεσθαι μήτε πῦρ ἐ. Plb.9.40.5, cf. Din.2.9:— Med., πῦρ ἐναύεσθαι light oneself a fire, get a light, ἐκ τῆς Αἴτνης Luc. Tim.6; ἀπὸ ἑτέρου πυρός Plu.Num.9: metaph., ἐ. τὸ θάρσος borrow courage, Pl. l. c.; τῆς ἐλευθερίας v. l. in Plb.18.11.7; of Poets, draw inspiration, Ἔφεσον ὅθεν πῦρ οἱ τὰ μέτρα μέλλοντες τὰ χωλὰ τίκτειν μὴ 'μαθῶς ἐναύονται Call.Iamb.1.335; ἐντεῦθεν ἐ. τὸν λόγον Ael.Fr. 246; ἐξ αὐτοῦ διδασκαλίαν ἐ. ib.89.    2 apply fire to smoke out a swarm of bees, Hsch. (Cf. αὔω, ἐπαύω; the gloss ἔναυον (i.e. ἔναυ' ον for ἔναυσον): ἔνθες (Cypr.), Id., belongs to this word.)
ἐναύω (B),

   A cry aloud in, Sch.Il.5.333.
ἐναύω (C),

   A = ἱκετεύω πρὸς τοῖς ναοῖς, Suid., Zonar.

German (Pape)

[Seite 831] anzünden; πῦρ τινι, Einem Feuer anzünden, od. ihn Feuer anzünden lassen, Her. 7, 231; Xen. Mem. 2, 2, 12; es wurde verboten μήτε πῦρ ἐναύειν τούτῳ (einem Geächteten) μήτε συσσιτεῖν μηδένα μήτε θυσιῶν τῶν γενομένων κοινωνεῖν Din. 2, 9; Pol. 9, 40, 5. – Med., πῦρ ἐναύεσθαι, sich Feuer anzünden, holen, B. A. 13, 20, aus Cratin.; ἐκ τοῦ βωμοῦ Ael. bei Suid.; ἐκ τῆς Αἴτνης Luc. Tim. 6; ἀπὸ ἑτέρου πυρός Plut. Num. 9. Uebertr., τὸ θάρσος τῆς πορείας παρὰ τῆς Ἐλευσινίας ἐναύσασθαι Plat. Ax. 371 e, sich den Muth entzünden, anfeuern; τὸν λόγον, den Stoff, die Veranlassung der Rede woher nehmen, Ael. bei Suid.

Greek (Liddell-Scott)

ἐναύω: παρατ. ἔναυον Ἡρόδ. 7. 231: ἀόρ. εὐκτ. ἐναύσειε Δίφιλ. ἐν «Παρασίτῳ» 3· ἀπαρ. ἐναῦσαι Πλουτ. Φωκ. 37. ― Μέσ., Κρατῖν. ἐν Ἀδήλ. 128: μέλλ. -σομαι Λόγγ. 3. 6: ἀόρ. ἐναύσασθαι Πλάτ. Ἀξ. 371Ε, κτλ. Δίδω εἴς τινα νὰ ἀνάψῃ, οὐκοῦν, ἔφη ὁ Σωκράτης, καὶ τῷ γείτονι βούλει σὺ ἀρέσκειν, ἵνα σοι καὶ πῦρ ἐναύῃ ὅταν τούτου δέῃ...; Ξεν. Ἀπομν. 2. 2, 12. Ἦτο καθῆκον παντὸς καλοῦ γείτονος νὰ δίδῃ ἔναυσμα εἰς τὸν πλησίον αὐτοῦ ἐὰν εἶχεν ἀνάγκην τούτου, ὁ δὲ ἀρνούμενος ἐθεωρεῖτο ἐπάρατος, Δίφιλ. ἐν «Παρασίτῳ» 3, πρβλ. Κικ. Off. 1. 16· ἀλλ’ εἰς τοὺς ἀτίμους οὐδεὶς ἔδιδε πῦρ πρὸς ἔναυσιν, οὔτε οἱ (τῷ Ἀριστοδήμῳ) πῦρ οὐδεὶς ἔναυε Ἡρόδ. ἔνθ’ ἀνωτ., Δείναρχ. 106. 12, πρβλ. Σοφ. Ο. Τ. 235 κἑξ.: ― Μέσ., ἀνάπτω, ἀναρριπίσας τὸν κεραυνὸν ἢ ἐκ τῆς Οἴτης ἐναυσάμενος Λουκ. Τίμ. 6· ἀπὸ ἑτέρου πυρὸς Πλουτ. Νουμ. 9· μεταφ., λαμβάνω, καὶ τὸ θάρσος τῆς ἐκεῖσε πορείας παρὰ τῆς Ἐλευσινίας ἐναύσασθαι Πλάτ. ἔνθ’ ἀνωτ.· - «ἐντεῦθεν Εὐριπίδης ἐναυσάμενος τὸν λόγον ἅπαντα εἶτα μέντοι Φοίνικι περιτίθησιν» Ἀνώνυμ. παρὰ Σουΐδᾳ ἐν λ. ἐναύνειν· - «καί τινα ἐξ αὐτοῦ διδασκαλίαν ἐναυσάμενοι» Αἰλιαν. παρὰ Σουΐδᾳ ἐν λ. ἐναύσματα.

French (Bailly abrégé)

1allumer : πῦρ du feu;
Moy. ἐναύομαι allumer pour soi : ἔκ τινος à qch.
Étymologie: ἐν, αὕω².
2crier.
Étymologie: ἐν, αὔω¹.