ἔνστασις: Difference between revisions
δὶς ἐξαμαρτεῖν ταὐτὸν οὐκ ἀνδρὸς σοφοῦ → a wise man should not keep making the same mistake, a wise man should not repeat the same mistake, doing twice the same mistake is not a wise man's doing, making the same mistake twice does not befit the wise, making the same mistake twice does not belong to a man who is wise, making the same mistake twice does not belong to a wise man, the wise man does not make the same mistake twice, to commit the same sin twice is not a sign of a wise man, it is unwise to err twice
(6_8) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἔνστασις''': -εως, ἡ, (ἐνίσταμαι) [[ἀρχή]], σχέδιον, [[διεξαγωγή]], τοῦ ἀγῶνος Αἰσχίν. 18. 35., 30. 36· τοῦ πολέμου Πολύβ. 4. 62, 3· ἔνστ. βίου, [[τρόπος]] τοῦ βίου, Διογ. Λ. 6. 103, κτλ. ΙΙ. παρ’ ἰατρ., [[στάσις]] ἔν τινι, στάσιμον, λίθων Ἀρετ. Χρον. Νούσ. Θεραπευτ. 2. 3 (δίς). ΙΙΙ. ἐν τῇ λογικῇ, [[ἀντίρρησις]] ὡς [[ἐπιχείρημα]], Λατ. instantia, Ἀριστ. Ἀν. Πρ. 2. 26, Ρητ. 2. 25. 2) [[καθόλου]], [[ἐναντίωσις]], [[ἀντίπραξις]], [[ἀντίστασις]], Πολύβ. 6. 17, 8. | |lstext='''ἔνστασις''': -εως, ἡ, (ἐνίσταμαι) [[ἀρχή]], σχέδιον, [[διεξαγωγή]], τοῦ ἀγῶνος Αἰσχίν. 18. 35., 30. 36· τοῦ πολέμου Πολύβ. 4. 62, 3· ἔνστ. βίου, [[τρόπος]] τοῦ βίου, Διογ. Λ. 6. 103, κτλ. ΙΙ. παρ’ ἰατρ., [[στάσις]] ἔν τινι, στάσιμον, λίθων Ἀρετ. Χρον. Νούσ. Θεραπευτ. 2. 3 (δίς). ΙΙΙ. ἐν τῇ λογικῇ, [[ἀντίρρησις]] ὡς [[ἐπιχείρημα]], Λατ. instantia, Ἀριστ. Ἀν. Πρ. 2. 26, Ρητ. 2. 25. 2) [[καθόλου]], [[ἐναντίωσις]], [[ἀντίπραξις]], [[ἀντίστασις]], Πολύβ. 6. 17, 8. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=εως (ἡ) :<br /><b>1</b> direction (d’une entreprise, d’une guerre, <i>etc.</i>);<br /><b>2</b> action de presser un adversaire, objection à un argument.<br />'''Étymologie:''' [[ἐνίστημι]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:56, 9 August 2017
English (LSJ)
εως, ἡ, (ἐνίσταμαι)
A origin, beginning, τῶν ὅλων πραγμάτων Aeschin.2.20; τοῦ πολέμου Plb.4.62.3; πραγμάτων Ph.2.75; institution of legal proceedings, τὴν ὅλην ἔ. τοῦ ἀγῶνος Aeschin.1.132. 2 ἔ. βίου a way of life, D.L.6.103, cf. Jul.Or.6.201a. 3 institution of an heir, Cod.Just.1.2.25 Intr., PMasp.151.274 (vi A. D.); inheritance, ib.312.55 (vi A. D.). II in Medic., lodgement, λίθων Aret.CD2.3. 2 impaction, obstruction, ὄγκων Asclep. ap. Gal.10.101, Herod.Med. ap. Orib.5.30.5, etc.: generally, interference, ὀνύχων Iamb.Protr.21.ιθ'. III in Logic, objection to an argument, ἔ. πρότασις προτάσει ἐναντία Arist.APr.69a37, cf. Top.157a35, Rh.1402a31, Hermog.Inv.3.6, etc. 2 generally, opposition, Plb.6.17.8 (pl.), Ph.2.60. 3 prosecution, ἐν μολποῖς SIG 633.66 (Milet., ii B. C.). 4 χαλεπὴ ἔ. difficult situation, IG12(5).509.4 (Seriphos, iii/ii B. C.). IV (ἐνίστημι) winding up an engine, Ph.Bel.61.21, 57.41 (nisi leg. ἔντασις). V impact, interference of an object of vision, Placit.4.13.2, Plot.4.5.2.
German (Pape)
[Seite 852] ἡ (vgl. ἐνίστημι), 1) das Anfangen, die von Anfang getroffene Einrichtung, Einleitung; τοῦ ἀγῶνος Aesch. 1, 132; τῶν ὅλων πραγμάτων ἐξ ἀρχῆς 2, 20; Folgde, wie Pol. 4, 62, 3; bes. bei den Philosophen mit u. ohne ζωῆς od. βίου, Lebens- u. Handlungsweise, Epict. u. A.; vgl. Hemsterhuys zu Th. Hag. p. 314. – 2) das Dagegenstehen, der Widerstand; Hippocr.; καὶ ἀντίπραξις Pol. 6, 17, 8; bes. bei den Rhetoren der Einwurf, die Instanz, Arist. rhet. 2, 25 u. a. Rhett.
Greek (Liddell-Scott)
ἔνστασις: -εως, ἡ, (ἐνίσταμαι) ἀρχή, σχέδιον, διεξαγωγή, τοῦ ἀγῶνος Αἰσχίν. 18. 35., 30. 36· τοῦ πολέμου Πολύβ. 4. 62, 3· ἔνστ. βίου, τρόπος τοῦ βίου, Διογ. Λ. 6. 103, κτλ. ΙΙ. παρ’ ἰατρ., στάσις ἔν τινι, στάσιμον, λίθων Ἀρετ. Χρον. Νούσ. Θεραπευτ. 2. 3 (δίς). ΙΙΙ. ἐν τῇ λογικῇ, ἀντίρρησις ὡς ἐπιχείρημα, Λατ. instantia, Ἀριστ. Ἀν. Πρ. 2. 26, Ρητ. 2. 25. 2) καθόλου, ἐναντίωσις, ἀντίπραξις, ἀντίστασις, Πολύβ. 6. 17, 8.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
1 direction (d’une entreprise, d’une guerre, etc.);
2 action de presser un adversaire, objection à un argument.
Étymologie: ἐνίστημι.