Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἐπιβάθρα: Difference between revisions

From LSJ

Ζῆν οὐκ ἄξιος, ὅτῳ μηδὲ εἷς ἐστι χρηστὸς φίλοςLife is not worth living if you do not have at least one friend.

Democritus, DK 68b22
(6_9)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐπιβάθρᾱ''': ἡ, [[μεγάλη]] κλῖμαξ, ἣν κατὰ ἐφόδους πρὸς ἅλωσιν πόλεως προσῆγον εἰς τὰ τείχη καὶ δι’ αὐτῆς ἀνέβαινον ἐπ’ αὐτῶν, [[ἐπιβατήριος]] [[μηχανή]], [[γέφυρα]] πολιορκητική, ἄλλη [[ἐπιβάθρα]] αὐτῷ προσήγετο πρὸς τὸ [[τεῖχος]] Ἀρρ. Ἀν. 4. 27, 1· κλῖμαξ πλοίου, Διόδ. 12. 62, πρβλ. Spanh. Καλλ. εἰς Δῆλ. 22. 2) [[μέρος]] ἢ [[μέσον]] πρὸς ἐπίβασιν, Πολύβ. 3. 24, 14., 16. 29, 2· ἐδόκει [[πλεῖν]] ἐπὶ τὰς Ἀθήνας... ἐπιβάθραν τῆς Ἑλλάδος οὖσαν Πλουτ. Δημ. 8, Κλήμ. Ἀλ. 157· μεταφ., [[πρόφασις]], ἐπιβάθραν τοῖς παρανομεῖν βουλησομένοις Ἰωσήπου Ἰουδ. Ἀρχ. 11. 8, 2.
|lstext='''ἐπιβάθρᾱ''': ἡ, [[μεγάλη]] κλῖμαξ, ἣν κατὰ ἐφόδους πρὸς ἅλωσιν πόλεως προσῆγον εἰς τὰ τείχη καὶ δι’ αὐτῆς ἀνέβαινον ἐπ’ αὐτῶν, [[ἐπιβατήριος]] [[μηχανή]], [[γέφυρα]] πολιορκητική, ἄλλη [[ἐπιβάθρα]] αὐτῷ προσήγετο πρὸς τὸ [[τεῖχος]] Ἀρρ. Ἀν. 4. 27, 1· κλῖμαξ πλοίου, Διόδ. 12. 62, πρβλ. Spanh. Καλλ. εἰς Δῆλ. 22. 2) [[μέρος]] ἢ [[μέσον]] πρὸς ἐπίβασιν, Πολύβ. 3. 24, 14., 16. 29, 2· ἐδόκει [[πλεῖν]] ἐπὶ τὰς Ἀθήνας... ἐπιβάθραν τῆς Ἑλλάδος οὖσαν Πλουτ. Δημ. 8, Κλήμ. Ἀλ. 157· μεταφ., [[πρόφασις]], ἐπιβάθραν τοῖς παρανομεῖν βουλησομένοις Ἰωσήπου Ἰουδ. Ἀρχ. 11. 8, 2.
}}
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br /><b>1</b> pont-volant;<br /><b>2</b> <i>fig.</i> moyen d’accès : τινος vers qqn <i>ou</i> qch.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπιβαίνω]].
}}
}}

Revision as of 19:56, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπιβάθρα Medium diacritics: ἐπιβάθρα Low diacritics: επιβάθρα Capitals: ΕΠΙΒΑΘΡΑ
Transliteration A: epibáthra Transliteration B: epibathra Transliteration C: epivathra Beta Code: e)piba/qra

English (LSJ)

ἡ,

   A ladder or steps to ascend by: scaling ladder, Ph.Bel. 91.48, Ath.Mech.25.3,J.BJ7.9.2,Arr.An.4.27.1; ship's ladder, gangway, D.S.12.62.    2. metaph., means of approach, stepping-stone, Plb.3.24.14 (pl.); ἐ. ἔχειν τὴν Ἄβυδον Id.16.29.2; γάμον ἐ. τισὶ γενέσθαι J.AJ11.8.2; τῆς Ἑλλάδος towards . ., Plu.Demetr.8; τῷ ἑξῆς λόγῳ Arr.Epict.1.7.22, cf. Plot.1.6.1; εἰς τὸ ἐξευρεῖν Gal.9.149.    3. platform for engines of war, J.BJ7.8.5; base, foundation, γῆ . . τοῖς ἐπ' αὐτῆς βεβηκόσιν ἑδραία ἐ. Plot.2.1.7: metaph., γεῦσις ἐ. τῶν αἰσθήσεων Ph.1.665.

German (Pape)

[Seite 927] ἡ, Leiter, die man anlegt, um hinaufzusteigen, z. B. Schiffsleiter, D. Sic. 12, 62 u. A.; vgl. ἀποβάθρα; Sturmleiter, Arr. An. 4, 27, 1; Fallbrücke, Ios. u. A. – Uebertr., Zuweg, Zugang, πάσας ἀφαιρούμενοι τὰς ἐπιβάθρας Ῥωμαίων Pol. 3, 24, 14, vgl. 16, 29, 1; Ἀθῆναι ἐπιβ. τῆς Ἑλλάδος Plut. Demetr. 8; a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιβάθρᾱ: ἡ, μεγάλη κλῖμαξ, ἣν κατὰ ἐφόδους πρὸς ἅλωσιν πόλεως προσῆγον εἰς τὰ τείχη καὶ δι’ αὐτῆς ἀνέβαινον ἐπ’ αὐτῶν, ἐπιβατήριος μηχανή, γέφυρα πολιορκητική, ἄλλη ἐπιβάθρα αὐτῷ προσήγετο πρὸς τὸ τεῖχος Ἀρρ. Ἀν. 4. 27, 1· κλῖμαξ πλοίου, Διόδ. 12. 62, πρβλ. Spanh. Καλλ. εἰς Δῆλ. 22. 2) μέροςμέσον πρὸς ἐπίβασιν, Πολύβ. 3. 24, 14., 16. 29, 2· ἐδόκει πλεῖν ἐπὶ τὰς Ἀθήνας... ἐπιβάθραν τῆς Ἑλλάδος οὖσαν Πλουτ. Δημ. 8, Κλήμ. Ἀλ. 157· μεταφ., πρόφασις, ἐπιβάθραν τοῖς παρανομεῖν βουλησομένοις Ἰωσήπου Ἰουδ. Ἀρχ. 11. 8, 2.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
1 pont-volant;
2 fig. moyen d’accès : τινος vers qqn ou qch.
Étymologie: ἐπιβαίνω.