ἐπικρούω: Difference between revisions
Ζῆν οὐκ ἄξιος, ὅτῳ μηδὲ εἷς ἐστι χρηστὸς φίλος → Life is not worth living if you do not have at least one friend.
(6_6) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐπικρούω''': ἐπὶ ἥλου, κτυπῶ αὐτὸν νὰ εἰσέλθῃ, χάλασον τὸν ἧλον. ― οἴμι [[κακοδαίμων]], [[μᾶλλον]] ἐπικρούεις σύ γε Ἀριστοφ. Θεσμ. 1004. ΙΙ. χθόνα βάκτροις ἐπικρούσαντας, κρούσαντας τὴν γῆν διὰ τῶν βάκτρων, Αἰσχύλ. Ἀγ. 202˙ ἐπικρούων τῇ χειρὶ τὸ [[ξίφος]], κτυπῶν διὰ τῆς χειρὸς τὸ [[ξίφος]], Πλουτ. Πομπ. 58˙ μεταφ., [[ἐμπαίζω]], [[σκώπτω]] τινά, εἴς τινα Μάχων παρ’ Ἀθην. 579Β. ΙΙΙ. = [[ἐπικροτέω]], Ἑβδ. (Ἱερ. ΜΗ΄, 26). | |lstext='''ἐπικρούω''': ἐπὶ ἥλου, κτυπῶ αὐτὸν νὰ εἰσέλθῃ, χάλασον τὸν ἧλον. ― οἴμι [[κακοδαίμων]], [[μᾶλλον]] ἐπικρούεις σύ γε Ἀριστοφ. Θεσμ. 1004. ΙΙ. χθόνα βάκτροις ἐπικρούσαντας, κρούσαντας τὴν γῆν διὰ τῶν βάκτρων, Αἰσχύλ. Ἀγ. 202˙ ἐπικρούων τῇ χειρὶ τὸ [[ξίφος]], κτυπῶν διὰ τῆς χειρὸς τὸ [[ξίφος]], Πλουτ. Πομπ. 58˙ μεταφ., [[ἐμπαίζω]], [[σκώπτω]] τινά, εἴς τινα Μάχων παρ’ Ἀθην. 579Β. ΙΙΙ. = [[ἐπικροτέω]], Ἑβδ. (Ἱερ. ΜΗ΄, 26). | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=frapper sur : [[τί]] τινι frapper une chose avec une autre.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[κρούω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:57, 9 August 2017
English (LSJ)
A hammer in, ἧλον Ar.Th.1004, cf. IG22.463.64; τὸν ἵππον καὶ τὸν ἄνδρα τὸν -κρούοντα ib.12.374.173; χθόνα βάκτροις striking the ground... A.Ag.202 (lyr.); ἐ. τῇ χειρὶ τὸ ξίφος clap one's hand on one's sword, Plu.Pomp.58: metaph., jeer at, εἴς τινα Macho ap.Ath.13.579b. II. = ἐπικροτέω 4, LXX Je.31 (48).26. III. Medic., use percussion, Aret.SA1.6.
German (Pape)
[Seite 954] (s. κρούω), daraufschlagen, χθόνα βάκτροις ἐπικρούσαντες, auf die Erde mit dem Stocke stoßen, Aesch. Ag. 196; auf einen Nagel, um ihn einzuschlagen, Ar. Th. 1004; τῇ χειρὶ τὸ ξίφος, mit der Hand an's Schwert schlagen, Plut. Pomp. 58; a. Sp. Uebertr., εἰς δασύποδα τινὰ ἐπικροῦσαι, verspotten, Macho Ath. XIII, 579 (v. 23).
Greek (Liddell-Scott)
ἐπικρούω: ἐπὶ ἥλου, κτυπῶ αὐτὸν νὰ εἰσέλθῃ, χάλασον τὸν ἧλον. ― οἴμι κακοδαίμων, μᾶλλον ἐπικρούεις σύ γε Ἀριστοφ. Θεσμ. 1004. ΙΙ. χθόνα βάκτροις ἐπικρούσαντας, κρούσαντας τὴν γῆν διὰ τῶν βάκτρων, Αἰσχύλ. Ἀγ. 202˙ ἐπικρούων τῇ χειρὶ τὸ ξίφος, κτυπῶν διὰ τῆς χειρὸς τὸ ξίφος, Πλουτ. Πομπ. 58˙ μεταφ., ἐμπαίζω, σκώπτω τινά, εἴς τινα Μάχων παρ’ Ἀθην. 579Β. ΙΙΙ. = ἐπικροτέω, Ἑβδ. (Ἱερ. ΜΗ΄, 26).
French (Bailly abrégé)
frapper sur : τί τινι frapper une chose avec une autre.
Étymologie: ἐπί, κρούω.