ἐπίφρων: Difference between revisions

From LSJ

Οὐκ ἔστιν αἰσχρὸν ἀγνοοῦντα μανθάνειν → Non est inhonestum ea, quae nescis, discere → nicht schändlich ist's, dass einer lernt, was er nicht weiß

Menander, Monostichoi, 405
(6_15)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐπίφρων''': -ον, (φρὴν) [[φρόνιμος]], [[συνετός]], οἵ τε (οἱ θεοὶ) δύνανται ἄφρονα ποιῆσαι καὶ ἐπίφρονά περ’ μάλ’ ἐόντα Ὀδ. Ψ. 12· αἰχμητήν... καὶ ἐπίφρονα βουλήν, συνετὸν ἐν βουλῇ, ΙΙ. 242· [[ὡσαύτως]], [[βουλή]], [[μῆτις]] [[ἐπίφρων]] Γ. 128, Τ. 326, Ἡσ., (ἀλλ’ [[οὐδαμοῦ]] ἐν Ἰλ.). Λέξις Ἐπικὴ ἀπαντῶσα καὶ παρὰ Βακχυλ. 16. 25 (ἔκδ. Kenyon)· πρβλ. εὔφρων.
|lstext='''ἐπίφρων''': -ον, (φρὴν) [[φρόνιμος]], [[συνετός]], οἵ τε (οἱ θεοὶ) δύνανται ἄφρονα ποιῆσαι καὶ ἐπίφρονά περ’ μάλ’ ἐόντα Ὀδ. Ψ. 12· αἰχμητήν... καὶ ἐπίφρονα βουλήν, συνετὸν ἐν βουλῇ, ΙΙ. 242· [[ὡσαύτως]], [[βουλή]], [[μῆτις]] [[ἐπίφρων]] Γ. 128, Τ. 326, Ἡσ., (ἀλλ’ [[οὐδαμοῦ]] ἐν Ἰλ.). Λέξις Ἐπικὴ ἀπαντῶσα καὶ παρὰ Βακχυλ. 16. 25 (ἔκδ. Kenyon)· πρβλ. εὔφρων.
}}
{{bailly
|btext=ων, ον ; <i>gén.</i> ονος;<br />prudent, sage.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[φρήν]].
}}
}}

Revision as of 19:57, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπίφρων Medium diacritics: ἐπίφρων Low diacritics: επίφρων Capitals: ΕΠΙΦΡΩΝ
Transliteration A: epíphrōn Transliteration B: epiphrōn Transliteration C: epifron Beta Code: e)pi/frwn

English (LSJ)

ον, gen. ονος, (φρήν)

   A thoughtful, οἵ τε δύνανται ἄφρονα ποιῆσαι..ἐπίφρονα to make the thoughtful thoughtless, Od.23.12 ; αἰχμητὴν..καὶ ἐπίφρονα βουλήν sage in counsel, 16.242 ; ἐ. Αὐγείαο Theoc.25.29 ; also ἐ. βουλή Od.3.128, Hes.Th.122 ; ἐ. μῆτις Od.19.326, B.15.25. —Ep. and Lyr., never in Il.

German (Pape)

[Seite 1001] ον, verständig, bedachtsam, klug (ᾡ ἔπι φρένες), Od. 23, 12, von Menschen, wie 16, 242, χεῖράς τ' αἰχμητὴν ἔμεναι καὶ ἐπίφρονα βουλήν, klug an Rath; νόῳ καὶ ἐπίφρονι βουλῇ 3, 128, μῆτις 19, 326; Hes. Th. 122 u. öfter, u. sp. D., wie Theocr. 25, 29.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπίφρων: -ον, (φρὴν) φρόνιμος, συνετός, οἵ τε (οἱ θεοὶ) δύνανται ἄφρονα ποιῆσαι καὶ ἐπίφρονά περ’ μάλ’ ἐόντα Ὀδ. Ψ. 12· αἰχμητήν... καὶ ἐπίφρονα βουλήν, συνετὸν ἐν βουλῇ, ΙΙ. 242· ὡσαύτως, βουλή, μῆτις ἐπίφρων Γ. 128, Τ. 326, Ἡσ., (ἀλλ’ οὐδαμοῦ ἐν Ἰλ.). Λέξις Ἐπικὴ ἀπαντῶσα καὶ παρὰ Βακχυλ. 16. 25 (ἔκδ. Kenyon)· πρβλ. εὔφρων.

French (Bailly abrégé)

ων, ον ; gén. ονος;
prudent, sage.
Étymologie: ἐπί, φρήν.