ἐπίφρων
τό γε μὴν ἀόργητον ἀνδρός ἐστι σοφοῦ → and to be able also to subdue anger is the part of a wise man
English (LSJ)
ἐπίφρον, gen. ονος, (φρήν) thoughtful, οἵ τε δύνανται ἄφρονα ποιῆσαι..ἐπίφρονα to make the thoughtful thoughtless, Od.23.12; αἰχμητὴν..καὶ ἐπίφρονα βουλήν sage in counsel, 16.242; ἐ. Αὐγείαο Theoc.25.29; also ἐ. βουλή Od.3.128, Hes.Th.122; ἐ. μῆτις Od.19.326, B.15.25. —Ep. and Lyr., never in Il.
German (Pape)
[Seite 1001] ον, verständig, bedachtsam, klug (ᾡ ἔπι φρένες), Od. 23, 12, von Menschen, wie 16, 242, χεῖράς τ' αἰχμητὴν ἔμεναι καὶ ἐπίφρονα βουλήν, klug an Rat; νόῳ καὶ ἐπίφρονι βουλῇ 3, 128, μῆτις 19, 326; Hes. Th. 122 u. öfter, u. sp. D., wie Theocr. 25, 29.
French (Bailly abrégé)
ων, ον ; gén. ονος;
prudent, sage.
Étymologie: ἐπί, φρήν.
Russian (Dvoretsky)
ἐπίφρων: (благо)разумный, рассудительный (βουλή Hom., Hes.; sc. ἀνήρ Hom., Theocr.): ἐ. βουλήν Hom. дающий разумные советы.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπίφρων: -ον, (φρὴν) φρόνιμος, συνετός, οἵ τε (οἱ θεοὶ) δύνανται ἄφρονα ποιῆσαι καὶ ἐπίφρονά περ’ μάλ’ ἐόντα Ὀδ. Ψ. 12· αἰχμητήν... καὶ ἐπίφρονα βουλήν, συνετὸν ἐν βουλῇ, ΙΙ. 242· ὡσαύτως, βουλή, μῆτις ἐπίφρων Γ. 128, Τ. 326, Ἡσ., (ἀλλ’ οὐδαμοῦ ἐν Ἰλ.). Λέξις Ἐπικὴ ἀπαντῶσα καὶ παρὰ Βακχυλ. 16. 25 (ἔκδ. Kenyon)· πρβλ. εὔφρων.
English (Autenrieth)
thoughtful, sagacious, discreet; βουλή, μῆτις, γ 12, Od. 19.326. (Od.)
Greek Monolingual
ἐπίφρων, -ον (Α)
1. φρόνιμος, συνετός (α. «οἵ τε δύνανται ἄφρονα ποιῆσαι καὶ ἐπίφρονά περ μάλ’ ἐόντα», Ομ. Οδ.
β. «δάμναται [ὁ Ἔρως] ἐν στήθεσσι νόον καὶ ἐπίφρονα βουλήν», Ησίοδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + -φρων (< φρην), τ. που απαντά μόνον εν συνθέσει (πρβλ. άφρων, εΰφρων)].
Greek Monotonic
ἐπίφρων: -ον (φρήν), φρόνιμος, συνετός, σε Ομήρ. Οδ.
Middle Liddell
φρήν
thoughtful, sage, Od.
Translations
prudent
Arabic: حَرِيص, حَكِيم; Egyptian Arabic: حريص; Bulgarian: предпазлив, благоразумен; Catalan: prudent; Chinese Mandarin: 謹慎/谨慎, 慎重; Dutch: voorzichtig, omzichtig, vooruitziend, prudent; Esperanto: prudenta; Finnish: harkitsevainen, varovainen, viisas; French: prudent; Galician: prudente; Georgian: გონივრული, გონებადამჯდარი, წინდახედული; German: umsichtig, vorsichtig; Ancient Greek: αἴσιμος, ἀριφραδής, ἀρίφρων, ἀσφαλής, γιγνώσκων, δαΐφρων, ἔμπειρος, ἔμφρενος, ἐμφρόνιμος, ἔμφρων, ἐπιλογιστικός, ἐπιστήμων, ἐπίφρων, εὔβουλος, εὐγνώμων, εὐλόγιστος, εὔμητις, εὐπρόσκοπος, εὐφρονέων, ἐχέφρων, κεδνός, νηφάλιος, νοήμων, ὀρθόβουλος, περιεσκεμμένος, πευκάλιμος, πινυτός, πινυτόφρων, πολύφρων, προμαθής, προμηθές, προμηθεύς, προμηθής, προνοητικός, πρόνοος, σαόφρων, σοφιστής, σοφός, σώφρων, φρόνιμος; Italian: prudente; Japanese: 慎重; Latin: prudens, cordatus; Macedonian: претпазлив, благоразумен, расудлив; Maori: matawhāiti; Norwegian Bokmål: aktsom; Occitan: prudent; Polish: przezorny; Portuguese: prudente; Russian: рассудительный, благоразумный, осторожный; Scottish Gaelic: glic; Spanish: prudente; Swedish: förtänksam; Turkish: ihtiyatlı, tedbirli, sakıngan, önlemli, sakıntılı