ἐξίτηλος: Difference between revisions
Γνῶμαι δ' ἀμείνους εἰσὶ τῶν γεραιτέρων → Consilia tutiora sunt, quae dant senes → Die Ansichten der Alten haben größren Wert
(6_12) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐξίτηλος''': ῐ, ον, (ἐξιέναι) ὁ ἀποβαλὼν τὸ χρῶμά του, «ξεθωριασμένος», πορφυρίδας ἐξιτήλους Ξεν. Οἰκ. 10. 3· ἐπὶ ζωγραφημάτων, γραφαὶ δὲ ἐπὶ τῶν τοίχων ἐξίτηλοι... ἦσαν ὑπὸ τοῦ χρόνου Παυσ. 10. 38, 9, πρβλ. [[Πολυδ]]. Α΄, 44· γράμματα [[Πολυδ]]. Ε΄, 150. 2) μεταφ., ἐξ. [[τροφή]], τροφὴ ἀπολέσασα τὴν θρεπτικὴν αὐτῆς δύναμιν, Ἱππ. 380, 46· οὕτω καὶ ἐπὶ σπέρματος σπαρέντος εἰς ἀλλοτρίαν γῆν, Πλάτ. Πολ. 497Β· ἐπὶ οἴνου ἀπολέσαντος τὴν δύναμιν [[αὐτοῦ]], «’ξεθυμασμένος», Διοσκ. 5. 13· ἐξ. γενέσθαι, ἐπὶ οἰκογενείας, μὴ ὑπάρχειν πλέον, ἐκλιπεῖν, Ἡρόδ. 5. 39· κοὔπω [[σφιν]] ἐξίτηλον [[αἷμα]] δαιμόνων, [[οὔπω]] ἐξέλιπεν, Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 155, πρβλ. Πλάτ. Κριτί. 121Α· ἐξ. [[εἶναι]], ἐπὶ προσώπου, ἐκπίπτειν, Ἱππ. 28. 5· ἐπὶ πράξεων, «λησμονημένος», τῷ χρόνῳ ἐξίτηλα Ἡρόδ. 1. 1, πρβλ. Ἰσοκρ. 94Β· ἐξ. ποιεῖν, ἐξαλείφειν, καταστρέφειν, Διοσκ. 2. 94. Καθ’ Ἡσύχ. «ἐξίτηλον· ἐξῶλες, ἀμαυρόν. ἢ τὸ ἀπολλύμενον· παρὰ τὸ ἐξιέναι, ὅ ἐστιν ἐξελθεῖν. ἢ ἀνόητον. [[ἐξίτηλος]]· ὁ [[ὑπερήφανος]], [[βλάξ]]. διεφθαρμένος». | |lstext='''ἐξίτηλος''': ῐ, ον, (ἐξιέναι) ὁ ἀποβαλὼν τὸ χρῶμά του, «ξεθωριασμένος», πορφυρίδας ἐξιτήλους Ξεν. Οἰκ. 10. 3· ἐπὶ ζωγραφημάτων, γραφαὶ δὲ ἐπὶ τῶν τοίχων ἐξίτηλοι... ἦσαν ὑπὸ τοῦ χρόνου Παυσ. 10. 38, 9, πρβλ. [[Πολυδ]]. Α΄, 44· γράμματα [[Πολυδ]]. Ε΄, 150. 2) μεταφ., ἐξ. [[τροφή]], τροφὴ ἀπολέσασα τὴν θρεπτικὴν αὐτῆς δύναμιν, Ἱππ. 380, 46· οὕτω καὶ ἐπὶ σπέρματος σπαρέντος εἰς ἀλλοτρίαν γῆν, Πλάτ. Πολ. 497Β· ἐπὶ οἴνου ἀπολέσαντος τὴν δύναμιν [[αὐτοῦ]], «’ξεθυμασμένος», Διοσκ. 5. 13· ἐξ. γενέσθαι, ἐπὶ οἰκογενείας, μὴ ὑπάρχειν πλέον, ἐκλιπεῖν, Ἡρόδ. 5. 39· κοὔπω [[σφιν]] ἐξίτηλον [[αἷμα]] δαιμόνων, [[οὔπω]] ἐξέλιπεν, Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 155, πρβλ. Πλάτ. Κριτί. 121Α· ἐξ. [[εἶναι]], ἐπὶ προσώπου, ἐκπίπτειν, Ἱππ. 28. 5· ἐπὶ πράξεων, «λησμονημένος», τῷ χρόνῳ ἐξίτηλα Ἡρόδ. 1. 1, πρβλ. Ἰσοκρ. 94Β· ἐξ. ποιεῖν, ἐξαλείφειν, καταστρέφειν, Διοσκ. 2. 94. Καθ’ Ἡσύχ. «ἐξίτηλον· ἐξῶλες, ἀμαυρόν. ἢ τὸ ἀπολλύμενον· παρὰ τὸ ἐξιέναι, ὅ ἐστιν ἐξελθεῖν. ἢ ἀνόητον. [[ἐξίτηλος]]· ὁ [[ὑπερήφανος]], [[βλάξ]]. διεφθαρμένος». | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> qui s’en va, <i>particul.</i> qui se défraîchit, se ternit, s’efface;<br /><b>2</b> qui perd sa force, sa qualité, son efficacité;<br /><b>3</b> qui se perd <i>ou</i> s’éteint <i>en parl. d’une race ; p. ext.</i> qui se réduit à rien, nul, sans effet.<br />'''Étymologie:''' [[ἔξειμι]]². | |||
}} | }} |
Revision as of 19:57, 9 August 2017
English (LSJ)
[ῐ], ον, (ἐξιέναι)
A going out: hence, losing colour, fading, evanescent, πορφυρίδες ἐξίτηλοι X.Oec.10.3; of paintings, faded, ἐ. ὑπὸ τοῦ χρόνου Paus.10.38.9, cf. Poll.1.44; γράμματα Id.5.150. 2 metaph., ἐ. τροφή food that has lost its properties during assimilation, Hp.Alim.4; so of seed sown in alien soil, Pl.R.497b; of a drug or wine that has lost its power, Phylarch.10J., Dsc.5.6; ἐ. γενέσθαι, of a family, to become extinct, Hdt.5.39; οὔπω σφιν ἐ. αἷμα δαιμόνων is not yet extinct, A.Fr.162.4, cf. Pl.Criti.121a; ἐξιτήλου ἐόντος where attenuation takes place, Hp.Praec.9; of acts, extinct, obsolete, τῷ χρόνῳ ἐ. Hdt.Prooem., cf. Isoc.5.60,7.47, Plu.2.68b, Max.Tyr.16.2, etc.; τρίχας ἐ. ποιεῖν eradicate, Dsc.2.76.19.
German (Pape)
[Seite 884] leicht ausgehend, bes. von der Farbe, verschießend, verblassend, πορφυρίδες, von unächten Purpurkleidern, Xen. Oec. 10, 3, im Ggstz von ἀληθινός; übh. verschwindend, vergänglich, τροφή, nicht kräftige Nahrung, Hippocr.; σπέρμα, der seine Natur u. Kraft verliert, Plat. Rep. VI, 497 b; φάρμακον, Ath.; – ἐξίτηλον γίγνεσθαι, vergehen, verschwinden, γένος Her. 5, 39; ἡ τοῦ θεοῦ μοῖρα ἐξ. ἐγένετο ἐν αὐτοῖς Plat. Critia. 121 a; vgl. Aesch. frg. in Plat. Rep. III, 391 e; ὥστε μηδέπω νῦν ἐξιτήλους εἶναι τὰς συμφοράς, das Unglück ist noch nicht vergessen, Isocr. 5, 60; Sp. ἐξίτηλον ποιεῖν, vernichten, vertilgen, Diosc.
Greek (Liddell-Scott)
ἐξίτηλος: ῐ, ον, (ἐξιέναι) ὁ ἀποβαλὼν τὸ χρῶμά του, «ξεθωριασμένος», πορφυρίδας ἐξιτήλους Ξεν. Οἰκ. 10. 3· ἐπὶ ζωγραφημάτων, γραφαὶ δὲ ἐπὶ τῶν τοίχων ἐξίτηλοι... ἦσαν ὑπὸ τοῦ χρόνου Παυσ. 10. 38, 9, πρβλ. Πολυδ. Α΄, 44· γράμματα Πολυδ. Ε΄, 150. 2) μεταφ., ἐξ. τροφή, τροφὴ ἀπολέσασα τὴν θρεπτικὴν αὐτῆς δύναμιν, Ἱππ. 380, 46· οὕτω καὶ ἐπὶ σπέρματος σπαρέντος εἰς ἀλλοτρίαν γῆν, Πλάτ. Πολ. 497Β· ἐπὶ οἴνου ἀπολέσαντος τὴν δύναμιν αὐτοῦ, «’ξεθυμασμένος», Διοσκ. 5. 13· ἐξ. γενέσθαι, ἐπὶ οἰκογενείας, μὴ ὑπάρχειν πλέον, ἐκλιπεῖν, Ἡρόδ. 5. 39· κοὔπω σφιν ἐξίτηλον αἷμα δαιμόνων, οὔπω ἐξέλιπεν, Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 155, πρβλ. Πλάτ. Κριτί. 121Α· ἐξ. εἶναι, ἐπὶ προσώπου, ἐκπίπτειν, Ἱππ. 28. 5· ἐπὶ πράξεων, «λησμονημένος», τῷ χρόνῳ ἐξίτηλα Ἡρόδ. 1. 1, πρβλ. Ἰσοκρ. 94Β· ἐξ. ποιεῖν, ἐξαλείφειν, καταστρέφειν, Διοσκ. 2. 94. Καθ’ Ἡσύχ. «ἐξίτηλον· ἐξῶλες, ἀμαυρόν. ἢ τὸ ἀπολλύμενον· παρὰ τὸ ἐξιέναι, ὅ ἐστιν ἐξελθεῖν. ἢ ἀνόητον. ἐξίτηλος· ὁ ὑπερήφανος, βλάξ. διεφθαρμένος».
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 qui s’en va, particul. qui se défraîchit, se ternit, s’efface;
2 qui perd sa force, sa qualité, son efficacité;
3 qui se perd ou s’éteint en parl. d’une race ; p. ext. qui se réduit à rien, nul, sans effet.
Étymologie: ἔξειμι².