ἐτώσιος: Difference between revisions
Οὐ γὰρ ἀργίας ὤνιον ἡ ὑγίεια καὶ ἀπραξίας, ἅ γε δὴ μέγιστα κακῶν ταῖς νόσοις πρόσεστι, καὶ οὐδὲν διαφέρει τοῦ τὰ ὄμματα τῷ μὴ διαβλέπειν καὶ τὴν φωνὴν τῷ μὴ φθέγγεσθαι φυλάττοντος ὁ τὴν ὑγίειαν ἀχρηστίᾳ καὶ ἡσυχίᾳ σῴζειν οἰόμενος → For health is not to be purchased by idleness and inactivity, which are the greatest evils attendant on sickness, and the man who thinks to conserve his health by uselessness and ease does not differ from him who guards his eyes by not seeing, and his voice by not speaking
(6_15) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐτώσιος''': -ον, (ἐτὸς ἐπίρρ.): Ἐπικ. ἐπίθ., [[μάταιος]], ἄσκοπος, [[ἄλογος]], [[ἀνωφελής]], Λατ. irritus, [[ὅττι]] ῥὰ οἱ [[βέλος]] ὠκὺ ἐτώσιον [[ἔκφυγε]] χειρὸς Ἰλ. Ξ. 407· ἐτώσια πίπτει ἔραζε τὰ βέλη Ρ. 633· τὰ δὲ πολλὰ ἐτώσια θῆκεν [[Ἀθήνη]], [[ἄνευ]] ἀποτελέσματος, Ὀδ. Χ. 256, 273· δῶρα δ’ ἐτώσιᾳ [[ταῦτα]] χαρίζεο Ω, 283: - [[ἐντεῦθεν]], [[ἄχρηστος]], [[ἀνωφελής]], περιττὸς, ἐτώσιον [[ἄχθος]] ἀρούρης Ἰλ. Σ. 104· ἐτώσια πόλλ’ ἀγορεύειν Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 400· [[ἔργον]] ἐτ. λείπειν, λείπειν αὐτὸ ἀτέλεστον, [[αὐτόθι]] 438· ἐτώσια χερσὶ προδεικνύς, ὃ ἐστιν [[ἁπλῶς]] προσποιούμενος ὅτι θὰ κτυπήσῃ χωρὶς νὰ πράττῃ τοῦτο, Θεόκρ. 22. 102· ὡς ἀρσ., πρῶτον παρὰ Θεοκρ. 25. 236· ὡς θηλ. ἐν Ὀρφ. Λιθ. 533. - Οὐδ. ἐτώσιον, ὡς Ἐπίρρ., ὁ αὐτ. ἐν Ἀργ. 698· ἐτώσια Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 893· ὁμαλὸν Ἐπίρρ. -ίως. Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 246. | |lstext='''ἐτώσιος''': -ον, (ἐτὸς ἐπίρρ.): Ἐπικ. ἐπίθ., [[μάταιος]], ἄσκοπος, [[ἄλογος]], [[ἀνωφελής]], Λατ. irritus, [[ὅττι]] ῥὰ οἱ [[βέλος]] ὠκὺ ἐτώσιον [[ἔκφυγε]] χειρὸς Ἰλ. Ξ. 407· ἐτώσια πίπτει ἔραζε τὰ βέλη Ρ. 633· τὰ δὲ πολλὰ ἐτώσια θῆκεν [[Ἀθήνη]], [[ἄνευ]] ἀποτελέσματος, Ὀδ. Χ. 256, 273· δῶρα δ’ ἐτώσιᾳ [[ταῦτα]] χαρίζεο Ω, 283: - [[ἐντεῦθεν]], [[ἄχρηστος]], [[ἀνωφελής]], περιττὸς, ἐτώσιον [[ἄχθος]] ἀρούρης Ἰλ. Σ. 104· ἐτώσια πόλλ’ ἀγορεύειν Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 400· [[ἔργον]] ἐτ. λείπειν, λείπειν αὐτὸ ἀτέλεστον, [[αὐτόθι]] 438· ἐτώσια χερσὶ προδεικνύς, ὃ ἐστιν [[ἁπλῶς]] προσποιούμενος ὅτι θὰ κτυπήσῃ χωρὶς νὰ πράττῃ τοῦτο, Θεόκρ. 22. 102· ὡς ἀρσ., πρῶτον παρὰ Θεοκρ. 25. 236· ὡς θηλ. ἐν Ὀρφ. Λιθ. 533. - Οὐδ. ἐτώσιον, ὡς Ἐπίρρ., ὁ αὐτ. ἐν Ἀργ. 698· ἐτώσια Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 893· ὁμαλὸν Ἐπίρρ. -ίως. Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 246. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />vain, inutile.<br />'''Étymologie:''' [[ἐτός]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:57, 9 August 2017
English (LSJ)
ον, (ἐτός A) Ep. Adj.
A to no purpose, fruitless, βέλος ὠκὺ ἐ. ἔκφυγε χειρός Il.14.407; ἐτώσια πίπτει ἔραζε [βέλεα] 17.633; τὰ δὲ πάντα ἐ. θῆκεν Ἀθήνη made them fruitless, Od.22.256; δῶρα δ' ἐ. ταῦτα χαρίζεο 24.283; useless, unprofitable, ἐ. ἄχθος ἀρούρης Il.18.104; ἐ. πόλλ' ἀγορεύειν Hes.Op.402; ἔργον ἐ. λιπεῖν to leave it undone, ib. 440; ἐτώσια χερσὶ προδεικνύς, i.e. making mere feints, not real blows, Theoc.22.102: masc., first in Id.25.236 (ὀϊστός): fem., Orph.L. 539: neut. ἐτώσιον, as Adv., Id.A.700; pl., ἐτώσια γηράσκοντας A.R. 2.893, cf. Theoc.1.38: regul. Adv. -ίως Sch.Ar.Ec.246.
German (Pape)
[Seite 1053] ον (ἐτός), vergeblich, ohne Erfolg, ohne Wirkung, von dem vergeblich abgeschossenen Pfeil, ὅττι ῥά οἱ βέλος όξὺ ἐτώσιον ἔκφυγε χειρός Il. 14, 407; τὰ δὲ πολλὰ ἐτώσια θῆκεν Ἀθήνη Od. 22, 256, ἐτώσιον ἄχθος ἀρούρης, eine unnütze Last der Erde, Il. 18, 104; χρῆμα μὲν οὐ πρήξεις, σὺ δ' ἐτώσια πόλλ' ἀγορεύσεις Hes. O. 400; sp. D., wie Theocr. 25, 236; Ap. Rh. 2, 893; Orph. Arg. 698. – Adv. ἐτωσίως, Schol. Ar. Eccl. 246, wie Schol. Il. 3, 368.
Greek (Liddell-Scott)
ἐτώσιος: -ον, (ἐτὸς ἐπίρρ.): Ἐπικ. ἐπίθ., μάταιος, ἄσκοπος, ἄλογος, ἀνωφελής, Λατ. irritus, ὅττι ῥὰ οἱ βέλος ὠκὺ ἐτώσιον ἔκφυγε χειρὸς Ἰλ. Ξ. 407· ἐτώσια πίπτει ἔραζε τὰ βέλη Ρ. 633· τὰ δὲ πολλὰ ἐτώσια θῆκεν Ἀθήνη, ἄνευ ἀποτελέσματος, Ὀδ. Χ. 256, 273· δῶρα δ’ ἐτώσιᾳ ταῦτα χαρίζεο Ω, 283: - ἐντεῦθεν, ἄχρηστος, ἀνωφελής, περιττὸς, ἐτώσιον ἄχθος ἀρούρης Ἰλ. Σ. 104· ἐτώσια πόλλ’ ἀγορεύειν Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 400· ἔργον ἐτ. λείπειν, λείπειν αὐτὸ ἀτέλεστον, αὐτόθι 438· ἐτώσια χερσὶ προδεικνύς, ὃ ἐστιν ἁπλῶς προσποιούμενος ὅτι θὰ κτυπήσῃ χωρὶς νὰ πράττῃ τοῦτο, Θεόκρ. 22. 102· ὡς ἀρσ., πρῶτον παρὰ Θεοκρ. 25. 236· ὡς θηλ. ἐν Ὀρφ. Λιθ. 533. - Οὐδ. ἐτώσιον, ὡς Ἐπίρρ., ὁ αὐτ. ἐν Ἀργ. 698· ἐτώσια Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 893· ὁμαλὸν Ἐπίρρ. -ίως. Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 246.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
vain, inutile.
Étymologie: ἐτός.