εὔληρα: Difference between revisions
ἐν πιθήκοις ὄντα δεῖ εἶναι πίθηκον → in Rome we do as the Romans do | when in Rome, do as the Romans do | when in Rome, do as the Romans | when in Rome, do like the Romans do | when in Rome | being among monkeys one has to be a monkey
(6_22) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''εὔληρα''': -ων, τά, ἀρχαία Ἐπικ. [[λέξις]] ἀβεβαίου ἀρχῆς ἀντὶ τοῦ κοινοῦ [[ἡνία]], ἐν δ’ αὐτὸς ἔχων [[εὔληρα]] βέβηκε Ἰλ. Ψ. 481, Κόïντ. Σμ. 4. 508., 9. 156· Δωρ. [[αὔληρα]], Ἐπίχ. παρὰ τῷ Μεγ. Ἐτυμ. 393, καὶ ὡς [[διάφορος]] γραφ. ἐν Ἰλ., Ἡσύχ. (Ἴσως ἐκ τῆς αὐτῆς ῥίζης ἐξ ἧς τὸ εὐλή). | |lstext='''εὔληρα''': -ων, τά, ἀρχαία Ἐπικ. [[λέξις]] ἀβεβαίου ἀρχῆς ἀντὶ τοῦ κοινοῦ [[ἡνία]], ἐν δ’ αὐτὸς ἔχων [[εὔληρα]] βέβηκε Ἰλ. Ψ. 481, Κόïντ. Σμ. 4. 508., 9. 156· Δωρ. [[αὔληρα]], Ἐπίχ. παρὰ τῷ Μεγ. Ἐτυμ. 393, καὶ ὡς [[διάφορος]] γραφ. ἐν Ἰλ., Ἡσύχ. (Ἴσως ἐκ τῆς αὐτῆς ῥίζης ἐξ ἧς τὸ εὐλή). | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ων ([[τά]]) :<br />rênes, guides.<br />'''Étymologie:''' apparenté à [[εἰλέω]] de la R. ϜελϜ, rouler.<br /><i><b>Syn.</b></i> [[ἡνία]]². | |||
}} | }} |
Revision as of 19:58, 9 August 2017
English (LSJ)
ων, τά,
A reins, Il.23.481, Q.S.4.508, 9.156; Dor. αὔληρα Epich.178 (for ἀϝληρα, cf. ἀβληρά Hsch.):—hence εὐληρωσίων (εὐληροσιῶν cod.). πληγῶν, Id. (Cf. ταυληρόντα.)
German (Pape)
[Seite 1078] τά (von εἴλω, nach E. M. u. Schol. Il.), ep. = ἡνία, Zügel, Zaum, Il. 23, 481; Qu. Sm. 4, 508. 9, 156; dor. αὔληρα, Epicharm.
Greek (Liddell-Scott)
εὔληρα: -ων, τά, ἀρχαία Ἐπικ. λέξις ἀβεβαίου ἀρχῆς ἀντὶ τοῦ κοινοῦ ἡνία, ἐν δ’ αὐτὸς ἔχων εὔληρα βέβηκε Ἰλ. Ψ. 481, Κόïντ. Σμ. 4. 508., 9. 156· Δωρ. αὔληρα, Ἐπίχ. παρὰ τῷ Μεγ. Ἐτυμ. 393, καὶ ὡς διάφορος γραφ. ἐν Ἰλ., Ἡσύχ. (Ἴσως ἐκ τῆς αὐτῆς ῥίζης ἐξ ἧς τὸ εὐλή).
French (Bailly abrégé)
ων (τά) :
rênes, guides.
Étymologie: apparenté à εἰλέω de la R. ϜελϜ, rouler.
Syn. ἡνία².