θέσκελος: Difference between revisions

From LSJ

καὶ ὑποθέμενος κατὰ τῆς κεφαλῆς φέρειν τὰς πληγάς, ὡς ἐν ἐκείνῃ τοῦ τε κακοῦ τοῦ πρὸς ἀνθρώπους → and having instructed them to bring their blows against the head, seeing that the harm to humans ... (Josephus, Antiquities of the Jews 1.50)

Source
(6_16)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''θέσκελος''': -ον, Ἐπικ. ἐπίθ., [[ὅμοιος]] τῷ θεῷ, Λατ. divinus, ἀλλ’ ἔτι παρ’ Ὁμ. ἡ [[ἔννοια]] αὕτη περιωρίζετο εἰς τὸν πλήρη τύπον [[θεοείκελος]], τὸ δὲ [[θέσκελος]] ἔκειτο ἐπὶ τῆς σημασίας ὑπερφυσικός, [[θαυμαστός]], [[θαυμάσιος]], καὶ ἀείποτε ἐπὶ πραγμάτων, ὡς τἀνάπαλιν τὸ [[θεοείκελος]] ἀείποτε ἐπὶ προσώπων˙ θέσκελα ἔργα, πράξεις θαυμασταί, Ἰλ. Γ. 130, Ὀδ. Λ. 610˙ θέσκελα εἰδὼς Ποιητὴς παρὰ Πλουτ. 2. 1093B˙ - ὡς Ἐπίρρ., ἔϊκτο δὲ θέσκελον αὐτῷ, ἦτο δὲ [[ὑπερβαλλόντως]] ὁμοία αὐτῷ, Ἰλ. Ψ. 107˙ - ὁ Νόνν. μεταχειρίζεται τὴν λέξιν κυριολεκτικῶς, [[ὀμφή]], [[προφήτης]] θ. Ἰω. 3. 10, κτλ.˙ οὕτω καί, θ. [[Ἑρμῆς]] Κόλουθ. 126. (Ὁ Κούρτ. θεωρεῖ τὸ θέσκελος ὡς = ταῖς λέξεσι θεσπέσιος, θέσφατος, πρβλ. ἴσκεν πρὸς τὸ ἔσπον, καὶ ἴδε Κ κ. ΙΙ. 2.)
|lstext='''θέσκελος''': -ον, Ἐπικ. ἐπίθ., [[ὅμοιος]] τῷ θεῷ, Λατ. divinus, ἀλλ’ ἔτι παρ’ Ὁμ. ἡ [[ἔννοια]] αὕτη περιωρίζετο εἰς τὸν πλήρη τύπον [[θεοείκελος]], τὸ δὲ [[θέσκελος]] ἔκειτο ἐπὶ τῆς σημασίας ὑπερφυσικός, [[θαυμαστός]], [[θαυμάσιος]], καὶ ἀείποτε ἐπὶ πραγμάτων, ὡς τἀνάπαλιν τὸ [[θεοείκελος]] ἀείποτε ἐπὶ προσώπων˙ θέσκελα ἔργα, πράξεις θαυμασταί, Ἰλ. Γ. 130, Ὀδ. Λ. 610˙ θέσκελα εἰδὼς Ποιητὴς παρὰ Πλουτ. 2. 1093B˙ - ὡς Ἐπίρρ., ἔϊκτο δὲ θέσκελον αὐτῷ, ἦτο δὲ [[ὑπερβαλλόντως]] ὁμοία αὐτῷ, Ἰλ. Ψ. 107˙ - ὁ Νόνν. μεταχειρίζεται τὴν λέξιν κυριολεκτικῶς, [[ὀμφή]], [[προφήτης]] θ. Ἰω. 3. 10, κτλ.˙ οὕτω καί, θ. [[Ἑρμῆς]] Κόλουθ. 126. (Ὁ Κούρτ. θεωρεῖ τὸ θέσκελος ὡς = ταῖς λέξεσι θεσπέσιος, θέσφατος, πρβλ. ἴσκεν πρὸς τὸ ἔσπον, καὶ ἴδε Κ κ. ΙΙ. 2.)
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><i>propr.</i> semblable aux dieux <i>ou</i> aux choses divines ; merveilleux, extraordinaire, prodigieux ; <i>adv.</i> • θέσκελον merveilleusement.<br />'''Étymologie:''' [[θεός]], [[ἐΐσκω]].
}}
}}

Revision as of 19:59, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θέσκελος Medium diacritics: θέσκελος Low diacritics: θέσκελος Capitals: ΘΕΣΚΕΛΟΣ
Transliteration A: théskelos Transliteration B: theskelos Transliteration C: theskelos Beta Code: qe/skelos

English (LSJ)

ον, Ep. Adj. perh.

   A set in motion by God (κέλλω), and so marvellous, wondrous, always of things, θ. ἔργα deeds or works of wonder, Il.3.130, Od.11.610; θέσκελα εἰδώς Call.Fr.anon.385: neut. Adv., ἔϊκτο δὲ θέσκελον αὐτῷ it was wondrous like him, Il.23.107; prob. taken by later poets as,= God-inspired (κελεύω), θ. Ἑρμῆς Coluth.126.

German (Pape)

[Seite 1203] (θεόςἐΐσκω), gottgleich, gottähnlich, übh. übermenschlich, göttlich, erstaunenswürdig; ἔργα, wundervolle Thaten, Il. 3, 130 Od. 11, 374; Hes. Sc. 34; wundervolle Arbeit, Od. 11, 610. – Adv., ἔϊκτο δὲ θέσκελον αὐτῷ Il. 23, 107, er glich ihm wunderbar. Einzeln auch bei sp. D.

Greek (Liddell-Scott)

θέσκελος: -ον, Ἐπικ. ἐπίθ., ὅμοιος τῷ θεῷ, Λατ. divinus, ἀλλ’ ἔτι παρ’ Ὁμ. ἡ ἔννοια αὕτη περιωρίζετο εἰς τὸν πλήρη τύπον θεοείκελος, τὸ δὲ θέσκελος ἔκειτο ἐπὶ τῆς σημασίας ὑπερφυσικός, θαυμαστός, θαυμάσιος, καὶ ἀείποτε ἐπὶ πραγμάτων, ὡς τἀνάπαλιν τὸ θεοείκελος ἀείποτε ἐπὶ προσώπων˙ θέσκελα ἔργα, πράξεις θαυμασταί, Ἰλ. Γ. 130, Ὀδ. Λ. 610˙ θέσκελα εἰδὼς Ποιητὴς παρὰ Πλουτ. 2. 1093B˙ - ὡς Ἐπίρρ., ἔϊκτο δὲ θέσκελον αὐτῷ, ἦτο δὲ ὑπερβαλλόντως ὁμοία αὐτῷ, Ἰλ. Ψ. 107˙ - ὁ Νόνν. μεταχειρίζεται τὴν λέξιν κυριολεκτικῶς, ὀμφή, προφήτης θ. Ἰω. 3. 10, κτλ.˙ οὕτω καί, θ. Ἑρμῆς Κόλουθ. 126. (Ὁ Κούρτ. θεωρεῖ τὸ θέσκελος ὡς = ταῖς λέξεσι θεσπέσιος, θέσφατος, πρβλ. ἴσκεν πρὸς τὸ ἔσπον, καὶ ἴδε Κ κ. ΙΙ. 2.)

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
propr. semblable aux dieux ou aux choses divines ; merveilleux, extraordinaire, prodigieux ; adv. • θέσκελον merveilleusement.
Étymologie: θεός, ἐΐσκω.