ἐΐσκω

From LSJ

τίς τὸν πλανήτην Οἰδίπουν καθ' ἡμέραν τὴν νῦν σπανιστοῖς δέξεται δωρήμασιν → who on this day shall receive Oedipus the wanderer with scanty gifts

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐΐσκω Medium diacritics: ἐΐσκω Low diacritics: εΐσκω Capitals: ΕΪΣΚΩ
Transliteration A: eḯskō Transliteration B: eiskō Transliteration C: eisko Beta Code: e)i/+skw

English (LSJ)

poet. Verb,
A only pres. and impf. (exc. fut. εἴξω, τίνι [σε] εἴξομεν; Jul.Or.2.52d):—make like (cf. ἴσκω), αὐτὸν..ἤϊσκεν δέκτῃ he made him like a beggar, Od.4.247, cf. 13.313:—Pass., δέμας ῖσον ἐΐσκετό τινι he became like, Nonn.D.4.72.
II deem like, liken, τάδε νυκτὶ ἐΐσκει Od.20.362, cf. 11.5.181; Ἀρτέμιδί σε..ἐΐσκω I compare thee to her, Od.6.152, cf. Il.3.197, Sapph.Supp.13.5, Ibyc. Oxy. 1790.45; οὔ σε δαήμονι φωτὶ ἐΐσκω I do not deem thee like, i.e. take thee for, a wise man, Od.8.159.
2 c. acc. et inf., deem, suppose, οὔ τί σ' ἐΐσκομεν..ἠπεροπῆα ἔμεν 11.363, cf. Il.13.446; ἄντα σέθεν γὰρ Εάνθον..ἠΐσκομεν εῖναι 21.332, cf. Theoc.25.199.
3 abs., ὡς σὺ ἐΐσκεις as thou deemest, Od.4.148. (Ϝεϝίκσκω, cf. (ϝ)έ(ϝ)οικα, (ϝ)εϝικυῖα.)

Spanish (DGE)

• Alolema(s): εἴσκω Il.11.799, cf. Aristarch. en Hdn.Gr.2.98
• Morfología: [lesb. pres. inf. ἐίσ[κ] ην Sapph.23.5; impf. ἔισκον Theoc.25.140]
I en v. act.
1 c. ac. y dat. comparar, tener por, tomar por ἀρνειῷ μιν ἔγωγε ἐΐσκω yo lo comparo a un carnero, Il.3.197, σε τῷ εἴσκοντες ... Τρῶες Il.11.799, οὐ γὰρ σ' οὐδέ, ξεῖνε, δαήμονι φωτὶ ἐ. pues no te tengo, extranjero, por un hombre experto, Od.8.159, ἐπεὶ τάδε νυκτὶ ἐΐσκει puesto que esto (el día) le parece noche, Od.20.362, ξάνθᾳ δ' Ἐλένᾳ σ' ἐίσ[κ] ην Sapph.l.c., ὅν ῥα ... ἀστέρι πάντες ἔισκον Theoc.l.c., cf. Nonn.D.20.260, Q.S.2.429, ἰῷ πορδαλίων δὲ τίς ἂν μύραιναν ἐΐσκοι; Opp.C.1.69, c. ac. de rel. Τυδεΐδῃ μιν ἔγωγε ... δαΐφρονι πάντα ἐ. en todo le veo semejante al Tidida, Il.5.181, Ἀρτέμιδί σε ... εἶδος ... ἐ. Od.6.152, cf. Ibyc.1(a).45, τί μ' ἀθανάτῃσιν ἐΐσκεις; h.Ven.109, cf. AP 15.9 (Cyrus Flauius)
c. dos ac. τὸ μὲν (ῥόπαλον) ... ἐΐσκομεν ... ὅσσον θ' ἱστὸν νηός del tronco con el que Odiseo ciega al Cíclope Od.9.321.
2 c. ac. ref. al suj. y dat. asemejarse αὐτὸν ... κατακρύπτων ἤϊσκε δέκτῃ disfrazándose se parecía a un mendigo, Od.4.247, σὲ γὰρ αὐτὴν παντὶ ἐΐσκεις pues te haces a ti misma semejante a todo, e.e., te apareces en distintas figuras, Od.13.313, ἀθανάτῃς δὲ θεῇς εἰς ὦπα ἐίσκειν παρθενικῆς καλὸν εἶδος Hes.Op.62.
3 creer que c. inf., en constr. pers. y trad. impers. ἦ ἄρα δή τι ἐΐσκομεν ἄξιον εἶναι τρεῖς ἑνὸς ἀντὶ πεφάσθαι; ¿acaso parece que creemos digno que mueran tres por uno?, Il.13.446, cf. 21.332, οὔ τί σ' ἐΐσκομεν ... ἠπεροπῆα ἔμεν en nada creemos que eres igual a un embaucador, Od.11.363, ἀθανάτων τιν' ἐίσκομεν ἀνδράσι πῆμα ... ἐφεῖναι Theoc.25.199
abs. ὡς σὺ ἐΐσκεις como tú crees, Od.4.148, ὥσπερ ἐίσκω AP 8.156 (Gr.Naz.).
II en v. med. asemejarse, parecerse c. dat. y ac. de rel. κάρη γε μὲν ἁρπεδὲς αὔτως ὕδρῳ ἐισκόμενος Nic.Th.421, Πεισινόῃ δέμας ἶσον ἐίσκετο Nonn.D.4.72, sólo c. dat. Nic.Fr.74.46, Opp.H.3.547.
• Etimología: De *Ϝε-Ϝικ-σκω o de ἐϝίσκω, cf. ἔοικα.

French (Bailly abrégé)

seul. prés. et impf. ἤϊσκον;
1 rendre semblable : αὐτὸν ἤϊσκε δέκτῃ OD il se donnait l'air d'un mendiant;
2 juger semblable ; assimiler, comparer : τινά τινι une personne à une autre;
3 p. ext. juger, penser : ὡς σὺ ἐΐσκεις OD comme tu le penses.
Étymologie: pour *ἐΐκ-σκω de *Ϝε-Ϝίκ-σκω, de la R. Ϝικ être semblable ; cf. *εἴκω, ἴσκω.

German (Pape)

(vgl. εἴκω, ἴσκω mit Digamma), nur praes. und impf., gleich machen; αὐτὸν ἤϊσκε δέκτῃ, gab sich das Ansehen eines Bettlers, Od. 4.247; 13.313; Hes. O. 62; gleich, ähnlich finden, dafür halten, Τυδείδῃ μιν – πάντα ἐΐσκω Il. 5.181; vgl. Od. 20.362; Ἀρτέμιδί σε ἐΐσκω, ich vergleiche dich mit der Artemis, 6.152; Il. 3.197; οὔ σε δαήμονι φωτὶ ἐΐσκω, ich halte dich nicht dafür, Od. 8.159; mit folgdm acc. c. inf., οὔ σε ἐΐσκομεν ἠπεροπῆα ἔμεν 11.363; Il. 13.446, 21.332; für ähnlich haltenvermuten, ὡς σὺ ἐΐσκεις Od. 4.148. Auch sp.D., wie Theocr. 25.140, 199; im pass. gleichen, Nonn. D. 4.72.

Russian (Dvoretsky)

ἐΐσκω: (только praes. и impf. ἤϊσκον)
1 уподоблять: αὐτὸν ἤϊσκε δέκτῃ Hom. он принял вид нищего;
2 приравнивать, находить похожим: ἐ. τινὰ Ἀρτέμιδι Hom. принять кого-л. за Артемиду;
3 считать, находить, полагать: ἐγὼ νοέω ὡς σὺ ἐΐσκεις Hom. я думаю как и ты; ἄντα σέθεν Ξάνθον μάχῃ ἠΐσκομεν (pl. = sing.) εἶναι Hom. я нахожу, что Ксант - достойный для тебя противник в бою; ἀθανατων τίν᾽ ἐΐσκομεν πῆμα εφειναι Theocr. полагаю, что (это) бедствие ниспослал кто-то из бессмертных.

Greek (Liddell-Scott)

ἐΐσκω: Ἐπ. ῥῆμα ἐν χρήσει μόνον κατ’ ἐνεστ. καὶ παρατ.: (ἐκ τῆς αὐτῆς ῥίζης ἐξ ἧς τὸ *εἴκω, ἔοικα, πρβλ. δικεῖν, δίσκος): - καθιστῶ ὅμοιον, (πρβλ. ἴσκω), αὐτὸν... ἤϊσκεν δέκτῃ, κατέστησεν ὅμοιον πρὸς ἐπαίτην, Ὀδ. Δ. 247, πρβλ. Ν. 313: - Παθ., δέμας ἶσον ἐΐσκετό τινι, κατέστη ὅμοιος, Νόνν. Δ. 4. 72, πρβλ. Συλλ. Ἐπιγρ. 8749. ΙΙ. θεωρῶ τι ὅμοιον πρός, παρομοιάζω, τάδε νυκτὶ ἐΐσκει, «τὰ γὰρ κατ’ οἶκον νυκτὶ εἰκάζει» (Σχόλ.), Ὀδ. Υ. 362, πρβλ. Ἰλ. Ε. 181· Ἀρτέμιδί σε... ἐΐσκω, σὲ παρομοιάζω πρὸς τὴν Ἄρτεμιν, Ὀδ. Ζ. 152, πρβλ. Ἰλ. Γ. 197· οὔ σε δαήμονι φωτὶ ἐΐσκω ἄθλων, δέν σε νομίζω ὡς ἄνθρωπον ἔμπειρον τῆς ἀθλητικῆς, «τὸ δαήμων ἄθλων, περίφρασίς ἐστι τοῦ ἀθλητὴρ» (Εὐστ.), Ὀδ. Θ. 159. 2) μετ’ αἰτ. καὶ ἀπαρ. θεωρῶ, ὑποθέτω, οὔ σε ἐΐσκομεν... ἠπεροπῆα ἔμεν Λ. 363, πρβλ. Ἰλ. Ν. 446· ἄντα σέθεν γὰρ Ξάνθον... ἠΐσκομεν εἶναι Φ. 332, πρβλ. Θεόκρ. 25. 199. 3) ἀπολ., ὡς σὺ ἐΐσκεις, καθὼς σὺ νομίζεις, Ὀδ. Δ. 148· πρβλ. Βουττμ. Λεξίλ. ἐν λ.

Greek Monolingual

ἐΐσκω και ἴσκω (Α)
1. εξομοιώνω
2. θεωρώ όμοιο, παρομοιάζω
3. υποθέτω, νομίζωἄντα σέθεν γὰρ Ξάνθον δινήεντα μάχῃ ἠΐσκομεν εἶναι»).

Greek Monotonic

ἐΐσκω: Επικ. ρήμα, μόνο σε ενεστ. και παρατ.,
I. κάνω κάτι ίδιο, όμοιο (πρβλ. ἴσκω), σε Ομήρ. Οδ.
II. 1. θεωρώ κάτι όμοιο, παρομοιάζω, παραβάλλω, συγκρίνω, τινά ή τί τινι, σε Όμηρ.
2. με αιτ. και απαρ., θεωρώ, νομίζω, υποθέτω, στον ίδ.
3. Αποθ., ὡς σὺ ἐΐσκεις, όπως εσύ νομίζεις ή πιστεύεις, σε Ομήρ. Οδ. (αμφίβ. προέλ.).

Middle Liddell

[deriv. uncertain] [epic Verb, only in pres. and imperf.]
I. to make like (cf. ἴσκω), Od.
II. to deem like, liken, compare, τινά or τί τινι Hom.
2. c. acc. et inf. to deem, suppose, Hom.
3. absol., ὡς σὺ ἐΐσκεις as thou deemest, Od.

English (Autenrieth)

(ϝεϝ., cf. ϝίκελος), ἴσκουσι, part. ἴσκοντες, ipf. ἤισκον, ἔισκον, ἴσκον: make like, deem or find like, compare to, judge as to likeness or similarity; ἄλλῳ δ' αὐτὸν φωτὶ κατακρύπτων ἤισκεν, ‘made himself look likeanother man, Od. 4.247 ; ἐμὲ σοὶ ϝίσκοντες, i. e. taking me for thee, Il. 16.41 ; τὸ μὲν ἄμμες ἐίσκομεν ὅσσον θ' ἱστὸν νηός, ‘we judged it to be as large,’ Od. 9.321 ; ἐίσκομεν ἄξιον εἶναι | τρεῖς ἑνὸς ἀντὶ πεφάσθαι, ‘deem it a fair equivalent,’ Il. 13.446, Il. 21.332.

Frisk Etymology German

ἐίσκω: {eískō}
See also: s. ἔοικα.
Page 1,472

Frisk Etymological English

See also: s. ἔοικα.