θημολογέω: Difference between revisions

From LSJ

ἐνίοτε οἱ οἰκέται εἰς τὴν θάλασσαν ἐλαύνουσιν αὐτούς → sometimes the slaves ride them into the sea

Source
(6_3)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''θημολογέω''': [[συναθροίζω]] εἰς σωρὸν ἢ θημωνιάν, συντμηθὲν ἐκ τοῦ θημωνολογέω ([[χάριν]] τοῦ μέτρου), Ἀνθ. Π. 9. 551.
|lstext='''θημολογέω''': [[συναθροίζω]] εἰς σωρὸν ἢ θημωνιάν, συντμηθὲν ἐκ τοῦ θημωνολογέω ([[χάριν]] τοῦ μέτρου), Ἀνθ. Π. 9. 551.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />amonceler.<br />'''Étymologie:''' [[θημών]], [[λέγω]]².
}}
}}

Revision as of 19:59, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θημολογέω Medium diacritics: θημολογέω Low diacritics: θημολογέω Capitals: ΘΗΜΟΛΟΓΕΩ
Transliteration A: thēmologéō Transliteration B: thēmologeō Transliteration C: thimologeo Beta Code: qhmologe/w

English (LSJ)

   A collect in a heap, shortd. from θημωνολογέω (metri.gr.), ψαμμίτην δόρπον AP9.551 (Antiphil.).

German (Pape)

[Seite 1208] Antiphil. 45 (IX, 551) ἐθημολόγει ψαμμίτην δόρπον, auf einen Haufen sammeln, wo Lobeck ἐθινολόγει, Andere ἐθυννολόγει lesen wollen.

Greek (Liddell-Scott)

θημολογέω: συναθροίζω εἰς σωρὸν ἢ θημωνιάν, συντμηθὲν ἐκ τοῦ θημωνολογέω (χάριν τοῦ μέτρου), Ἀνθ. Π. 9. 551.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
amonceler.
Étymologie: θημών, λέγω².