Ἡφαιστότευκτος: Difference between revisions
μή μοι θεοὺς καλοῦσα βουλεύου κακῶς· πειθαρχία γάρ ἐστι τῆς εὐπραξίας μήτηρ, γυνὴ Σωτῆρος· ὦδ᾽ ἔχει λόγος → When you invoke the gods, do not be ill-advised. For Obedience is the mother of Success, wife of Salvation—as the saying goes.
(6_17) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''Ἡφαιστότευκτος''': -ον, κατεσκευασμένος ὑπὸ τοῦ Ἡφαίστου, [[σέλας]] Σοφ. Φ. 987, πρβλ. Σιμων. 206, Ἀντίμ. 9, Διογ. Λ. 1. 32· - [[ὡσαύτως]] Ἡφαιστοτευχής, ές, [[δέπας]] Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 66, [[ἔνθα]] ὁ Herm. Ἡφαιστοτῠκές, [[χάριν]] τοῦ μέτρου. | |lstext='''Ἡφαιστότευκτος''': -ον, κατεσκευασμένος ὑπὸ τοῦ Ἡφαίστου, [[σέλας]] Σοφ. Φ. 987, πρβλ. Σιμων. 206, Ἀντίμ. 9, Διογ. Λ. 1. 32· - [[ὡσαύτως]] Ἡφαιστοτευχής, ές, [[δέπας]] Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 66, [[ἔνθα]] ὁ Herm. Ἡφαιστοτῠκές, [[χάριν]] τοῦ μέτρου. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />travaillé par Héphæstos.<br />'''Étymologie:''' [[Ἥφαιστος]], [[τεύχω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:59, 9 August 2017
English (LSJ)
ον,
A wrought by Hephaestus, σέλας S.Ph.987, cf. Simon.202A, D.L.1.32:—also Ἡφαιστο-τευχής, ές, δέπας A.Fr.69 (lyr., leg. Ἡφαιστοτῠκές).
German (Pape)
[Seite 1179] von Hephästus bereitet, hervorgebracht, σέλας Soph. Phil. 975, τρίπους D. L,. 1, 32, πανοπλία Procl. chrestom. 6.
Greek (Liddell-Scott)
Ἡφαιστότευκτος: -ον, κατεσκευασμένος ὑπὸ τοῦ Ἡφαίστου, σέλας Σοφ. Φ. 987, πρβλ. Σιμων. 206, Ἀντίμ. 9, Διογ. Λ. 1. 32· - ὡσαύτως Ἡφαιστοτευχής, ές, δέπας Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 66, ἔνθα ὁ Herm. Ἡφαιστοτῠκές, χάριν τοῦ μέτρου.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
travaillé par Héphæstos.
Étymologie: Ἥφαιστος, τεύχω.