θράσσω: Difference between revisions

From LSJ

ὁ δ' εὖ ἔρδων θεοὺς ἐλπίδι κυδροτέρᾳ σαίνει κέαρ → but he who does well to the gods cheers his heart with a more glorious hope

Source
(6_5)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''θράσσω''': Ἀττ. [[θράττω]]: μέλλ. -ξω: ἀορ. ἀπαρ. [[θρᾶξαι]] (οὖχὶ θράξαι) Αἰσχύλ. Πρ. 628: - συντετμημένος [[τύπος]] τοῦ [[ταράσσω]], ἐνοχλῶ, ἀνησυχῶ, Πίνδ. Ι. 7 (6). 56, Αἰσχύλ. ἔνθ’ ἀνωτ., Εὐρ. Ρήσ. 863∙ τί ἦν τὸ σὲ αὖ θρᾶττον Πλάτ. Φαίδωνι 86Ε, Φαίδρ. 242C, κτλ.∙ ἴδε Ruhnk Τίμ.: παθ. ἀόρ. ἐθράχθη, Σοφ. Ἀποσπ. 812∙ «θράττομαι∙ συντρίβομαι. συγκόπτομαι» Ἡσύχ. 2) [[καταστρέφω]], [[ἀφανίζω]], Ἀνθ. Πλαν. 255. 3) περὶ τοῦ πρκμ. [[τέτρηχα]], ἴδε ἐν λ. [[ταράσσω]] ΙΙ.
|lstext='''θράσσω''': Ἀττ. [[θράττω]]: μέλλ. -ξω: ἀορ. ἀπαρ. [[θρᾶξαι]] (οὖχὶ θράξαι) Αἰσχύλ. Πρ. 628: - συντετμημένος [[τύπος]] τοῦ [[ταράσσω]], ἐνοχλῶ, ἀνησυχῶ, Πίνδ. Ι. 7 (6). 56, Αἰσχύλ. ἔνθ’ ἀνωτ., Εὐρ. Ρήσ. 863∙ τί ἦν τὸ σὲ αὖ θρᾶττον Πλάτ. Φαίδωνι 86Ε, Φαίδρ. 242C, κτλ.∙ ἴδε Ruhnk Τίμ.: παθ. ἀόρ. ἐθράχθη, Σοφ. Ἀποσπ. 812∙ «θράττομαι∙ συντρίβομαι. συγκόπτομαι» Ἡσύχ. 2) [[καταστρέφω]], [[ἀφανίζω]], Ἀνθ. Πλαν. 255. 3) περὶ τοῦ πρκμ. [[τέτρηχα]], ἴδε ἐν λ. [[ταράσσω]] ΙΙ.
}}
{{bailly
|btext=<i>f. inus., ao.</i> [[ἔθραξα]], <i>pf. ion. intr.</i> [[τέτρηχα]];<br /><i>Pass. ao.</i> ἐθράχθην;<br />causer du trouble, troubler : θράττει [[σε]] [[ὅτι]] XÉN tu es troublé de ce que.<br />'''Étymologie:''' cf. [[ταράσσω]].
}}
}}

Revision as of 19:59, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θράσσω Medium diacritics: θράσσω Low diacritics: θράσσω Capitals: ΘΡΑΣΣΩ
Transliteration A: thrássō Transliteration B: thrassō Transliteration C: thrasso Beta Code: qra/ssw

English (LSJ)

Att. θράττω, pres. part. neut.

   A θρᾶττον Pl.Phd.86e: aor.1 inf. θρᾶξαι A.Pr.628,E.Fr.600:—trouble, disquiet, Pi.I.7(6).39,A.l.c., Cratin.363, Pherecr.39, S.Fr.177, Hp.Mul.1.70, E.Rh.863, Pl. l.c., Phdr.242c, etc.:—Pass., ὑπὸ ἐδωδῆς θράττεσθαι Jul.Or.6.192a: aor.1 ἐθράχθη S.Fr.1055.    2 disturb, destroy, APl.4.255.    3 for pf. τέτρηχα, v. ταράσσω 11.

German (Pape)

[Seite 1216] att. θράττω, Zusammenziehung aus ταράσσω (w. m. vgl,), in derselben Bdtg, beunruhigen; ὁ δ' ἀθανάτων μὴ θρασσέτω φθόνος Pind. I. 6, 39; σὰς δ' ὀκνῶ θρᾶξαι φρένας, verwirren, Aesch. Prom. 651; ἐθράχθη wird aus Soph. frg. 812 angeführt; καί τί μου θράσσει φρένας Eur. Rhes. 863; λέγε, τί ἦν, ὅ σε αὖ θρᾶττον ἀπιστίαν παρέχει Plat. Phaed. 86 e, öfter; so auch bei Sp., vgl. Ruhnk. zu Tim. lex. Plat. p. 93; – ὡς μὴ θράξῃς, zerbrechen, Ep. ad. 235 (Plan. 255).

Greek (Liddell-Scott)

θράσσω: Ἀττ. θράττω: μέλλ. -ξω: ἀορ. ἀπαρ. θρᾶξαι (οὖχὶ θράξαι) Αἰσχύλ. Πρ. 628: - συντετμημένος τύπος τοῦ ταράσσω, ἐνοχλῶ, ἀνησυχῶ, Πίνδ. Ι. 7 (6). 56, Αἰσχύλ. ἔνθ’ ἀνωτ., Εὐρ. Ρήσ. 863∙ τί ἦν τὸ σὲ αὖ θρᾶττον Πλάτ. Φαίδωνι 86Ε, Φαίδρ. 242C, κτλ.∙ ἴδε Ruhnk Τίμ.: παθ. ἀόρ. ἐθράχθη, Σοφ. Ἀποσπ. 812∙ «θράττομαι∙ συντρίβομαι. συγκόπτομαι» Ἡσύχ. 2) καταστρέφω, ἀφανίζω, Ἀνθ. Πλαν. 255. 3) περὶ τοῦ πρκμ. τέτρηχα, ἴδε ἐν λ. ταράσσω ΙΙ.

French (Bailly abrégé)

f. inus., ao. ἔθραξα, pf. ion. intr. τέτρηχα;
Pass. ao. ἐθράχθην;
causer du trouble, troubler : θράττει σε ὅτι XÉN tu es troublé de ce que.
Étymologie: cf. ταράσσω.