θύλακος: Difference between revisions

From LSJ

εἰ μὲν θάνατόν τε φυγὼν καὶ γῆρας ἀπεχθόμενον ἔστι τοι τούτων λάχος → if you wish to escape death and hated old age you can have this lot

Source
(6_22)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''θύλᾰκος''': ῡ, ὁ, [[σάκκος]], «σακκοῦλι», ἰδίως [[πήρα]] ἢ ἀσκὸς διὰ τροφάς, Ἡρόδ. 3. 46· ἄλφιτ’ οὐκ ἔνεστιν ἐν τῷ θυλάκῳ Ἀριστοφ. Πλ. 763· δερῶ σε θύλακον, θὰ σὲ κάμω θύλακον ἐκ τοῦ δέρματός σου, ὁ αὐτ. ἐν Ἱππ. 370: - μεταφ. ἐπὶ προσώπου, θύλ. τις λόγων, [[σάκκος]] [[πλήρης]] λόγων, Πλάτ. Θεαιτ. 161Α. 2) ὁ [[θύλακος]] ἐν ᾧ τὰ ᾠὰ τοῦ θύννου εἰσὶν ἐγκεκλεισμένα, Ἀριστ. Ι. Ζ. 6. 17, 12, πρβλ. 5. 19, 26. ΙΙ. ἐν τῷ πληθ., αἱ εὐρεῖαι [[ἀναξυρίδες]] τῶν Περσῶν καὶ λοιπῶν Ἀσιανῶν, Εὐρ. Κύκλ. 182, Ἀριστοφ. Σφηξ 1087. ΙΙΙ. [[σφαῖρα]], Ἄντυλλ. παρ’ Ὀρειβασ. σ. 124. (Πρβλ. τὸ Λατ. follis.) ῠ μόνον ἐν μεταγεν. Ἐπιγράμμ., Ἀνθ. Π. 8. 166.
|lstext='''θύλᾰκος''': ῡ, ὁ, [[σάκκος]], «σακκοῦλι», ἰδίως [[πήρα]] ἢ ἀσκὸς διὰ τροφάς, Ἡρόδ. 3. 46· ἄλφιτ’ οὐκ ἔνεστιν ἐν τῷ θυλάκῳ Ἀριστοφ. Πλ. 763· δερῶ σε θύλακον, θὰ σὲ κάμω θύλακον ἐκ τοῦ δέρματός σου, ὁ αὐτ. ἐν Ἱππ. 370: - μεταφ. ἐπὶ προσώπου, θύλ. τις λόγων, [[σάκκος]] [[πλήρης]] λόγων, Πλάτ. Θεαιτ. 161Α. 2) ὁ [[θύλακος]] ἐν ᾧ τὰ ᾠὰ τοῦ θύννου εἰσὶν ἐγκεκλεισμένα, Ἀριστ. Ι. Ζ. 6. 17, 12, πρβλ. 5. 19, 26. ΙΙ. ἐν τῷ πληθ., αἱ εὐρεῖαι [[ἀναξυρίδες]] τῶν Περσῶν καὶ λοιπῶν Ἀσιανῶν, Εὐρ. Κύκλ. 182, Ἀριστοφ. Σφηξ 1087. ΙΙΙ. [[σφαῖρα]], Ἄντυλλ. παρ’ Ὀρειβασ. σ. 124. (Πρβλ. τὸ Λατ. follis.) ῠ μόνον ἐν μεταγεν. Ἐπιγράμμ., Ἀνθ. Π. 8. 166.
}}
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br /><b>1</b> sac formé par la peau d’une bête vidée;<br /><b>2</b> <i>p. ext.</i> sac à farine;<br /><b>3</b> <i>p. anal.</i> longue robe des Perses.<br />'''Étymologie:''' cf. <i>lat.</i> follis ; sur θυλ = <i>lat.</i> fol-, cf. [[θύρα]] = <i>lat.</i> fores, [[θυμός]] = <i>lat.</i> fumus, etc.
}}
}}

Revision as of 19:59, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θύλᾰκος Medium diacritics: θύλακος Low diacritics: θύλακος Capitals: ΘΥΛΑΚΟΣ
Transliteration A: thýlakos Transliteration B: thylakos Transliteration C: thylakos Beta Code: qu/lakos

English (LSJ)

[ῡ], ὁ,

   A sack, esp. to carry meal in, Hdt.3.46; ἄλφιτ' οὐκ ἔνεστιν ἐν τῷ θυλάκῳ Ar.Pl.763; θ. δορκαδέων ἀστραγάλων PCair.Zen. 69.18 (iii B.C.); δερῶ σε θύλακον I'll make a bag of your skin, Ar.Eq. 370; contemptuous word for a garment, ὁ Τηλαύγους θ. prob. in Aeschin.Socr.42: metaph., of a person, θ. τις λόγων 'wind-bag', Pl.Tht.161a; τῇ χειρὶ δεῖν σπείρειν, ἀλλὰ μὴ ὅλῳ τῷ θ. Corinn. ap. Plu. 2.348a.    2 sack in which the eggs of the tunny are enveloped, Arist. HA571a14, cf. 552b19.    II in pl., slang term for the loose trousers of Persians and other Orientals, E.Cyc.182, Ar.V.1087.    III ball used for physical exercise, Antyll. ap. Orib.6.32.12.

German (Pape)

[Seite 1222] ὁ, Sack, Beutel, bes. Brotsack; ἀλφίτων Her. 3, 46; Ar. Plut. 763; Ath. XI, 499 c; übertr., λόγων Plat. Theaet. 161 a. Von der Aehnlichkeit, die weiten Hosen der Barbaren, Ar. Vesp. 1087, Schol. εἴδη βρακίων παρὰ Πέρσαις; vgl. Eur. Cycl. 181. [Bei Greg. Naz. (VIII,166) mit kurzem υ.]

Greek (Liddell-Scott)

θύλᾰκος: ῡ, ὁ, σάκκος, «σακκοῦλι», ἰδίως πήρα ἢ ἀσκὸς διὰ τροφάς, Ἡρόδ. 3. 46· ἄλφιτ’ οὐκ ἔνεστιν ἐν τῷ θυλάκῳ Ἀριστοφ. Πλ. 763· δερῶ σε θύλακον, θὰ σὲ κάμω θύλακον ἐκ τοῦ δέρματός σου, ὁ αὐτ. ἐν Ἱππ. 370: - μεταφ. ἐπὶ προσώπου, θύλ. τις λόγων, σάκκος πλήρης λόγων, Πλάτ. Θεαιτ. 161Α. 2) ὁ θύλακος ἐν ᾧ τὰ ᾠὰ τοῦ θύννου εἰσὶν ἐγκεκλεισμένα, Ἀριστ. Ι. Ζ. 6. 17, 12, πρβλ. 5. 19, 26. ΙΙ. ἐν τῷ πληθ., αἱ εὐρεῖαι ἀναξυρίδες τῶν Περσῶν καὶ λοιπῶν Ἀσιανῶν, Εὐρ. Κύκλ. 182, Ἀριστοφ. Σφηξ 1087. ΙΙΙ. σφαῖρα, Ἄντυλλ. παρ’ Ὀρειβασ. σ. 124. (Πρβλ. τὸ Λατ. follis.) ῠ μόνον ἐν μεταγεν. Ἐπιγράμμ., Ἀνθ. Π. 8. 166.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
1 sac formé par la peau d’une bête vidée;
2 p. ext. sac à farine;
3 p. anal. longue robe des Perses.
Étymologie: cf. lat. follis ; sur θυλ = lat. fol-, cf. θύρα = lat. fores, θυμός = lat. fumus, etc.