ἵδρυμα: Difference between revisions

From LSJ

τοῖς οἰκείοις βουλεύμασιν ἁλίσκεσθαι → hoist by one's own petard, hoist with one's own petard, hoist on one's own petard, hoisted by one's own petard, be hoist with one's own petard

Source
(6_21)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἵδρυμα''': τό, ([[ἱδρύω]]) [[οἰκοδόμημα]] ἱδρυθὲν ὑπό τινος, Ἰάσονος [[ἵδρυμα]] Στράβων 252, Πλουτάρχ. Μάρκελλ. 20. 2) ὡς τὸ [[ἕδος]], [[ναός]], [[ἱερόν]], θεῶν Ἡρόδοτ. 8. 144, Αἰσχύλ. Ἀγ. 339, Χο. 1036, Εὐριπ. Βάκχ. 951, [[Πλάτων]]. Νόμ. 717B, κτλ.· ἔτι δὲ καὶ [[ἄγαλμα]], δαιμόνων [[ἵδρυμα]] Αἰσχύλ. Πέρσ. 811, πρβλ. Διον. Ἁλ. 1. 41. Ἀρρ. Ἐπίκτ. 2. 22, 17. 3) σὸν [[ἵδρυμα]] πόλεως, [[προπύργιον]], [[στήριγμα]] τῆς πόλεως, ἐπὶ τῶν ἀρχηγῶν, ὡς τὸ Λατ. columen rei, Εὐρ. Ἱκέτ. 631· πρβλ. [[ἔρεισμα]].
|lstext='''ἵδρυμα''': τό, ([[ἱδρύω]]) [[οἰκοδόμημα]] ἱδρυθὲν ὑπό τινος, Ἰάσονος [[ἵδρυμα]] Στράβων 252, Πλουτάρχ. Μάρκελλ. 20. 2) ὡς τὸ [[ἕδος]], [[ναός]], [[ἱερόν]], θεῶν Ἡρόδοτ. 8. 144, Αἰσχύλ. Ἀγ. 339, Χο. 1036, Εὐριπ. Βάκχ. 951, [[Πλάτων]]. Νόμ. 717B, κτλ.· ἔτι δὲ καὶ [[ἄγαλμα]], δαιμόνων [[ἵδρυμα]] Αἰσχύλ. Πέρσ. 811, πρβλ. Διον. Ἁλ. 1. 41. Ἀρρ. Ἐπίκτ. 2. 22, 17. 3) σὸν [[ἵδρυμα]] πόλεως, [[προπύργιον]], [[στήριγμα]] τῆς πόλεως, ἐπὶ τῶν ἀρχηγῶν, ὡς τὸ Λατ. columen rei, Εὐρ. Ἱκέτ. 631· πρβλ. [[ἔρεισμα]].
}}
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br /><b>1</b> fondement, fondation;<br /><b>2</b> demeure, <i>particul.</i> demeure sacrée, temple;<br /><b>3</b> statue.<br />'''Étymologie:''' [[ἱδρύω]].
}}
}}

Revision as of 19:59, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἵδρῡμα Medium diacritics: ἵδρυμα Low diacritics: ίδρυμα Capitals: ΙΔΡΥΜΑ
Transliteration A: hídryma Transliteration B: hidryma Transliteration C: idryma Beta Code: i(/druma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A establishment, foundation, Ἰάσονος ἵ. Str.6.1.1, cf. Plu.Marc.20; Ποιῆσσαν χαρίτων ἵ. Call.Aet.3.1.73.    2 temple, shrine, θεῶν Hdt.8.144, A.Ag.339, cf.Ch.1036, E.Ba.951, Pl.Lg.717b, etc.; statue, δαιμόνων ἵ. A.Pers.811, cf. Arr.Epict.2.22.17.    3 τὸ σὸν ἵ. πόλεως the stay, support of thy city, of chieftains, E.Supp.631 (lyr.). [ἵδρῠμα Call. l.c. (s. v.l.); ῐ by nature, Lyc.1032.]

German (Pape)

[Seite 1238] τό, das Niedergesetzte, Festgestellte, Gegründete; vom Tempel Aesch. Eum. 32; wie ἕδος auch Götterstatue, Götterbild, δαιμόνων θ' ἱδρύματα πρόῤῥιζα φύρδην ἐξανέστραπται βάθρων Pers. 797; vgl. Ag. 330; βωμοὶ δ' ἄϊστοι καὶ θεῶν ἱδρύματα 513; τὰ Νυμφῶν ἱδρύματα Eur. Bacch. 949, der Suppl. 631 τὸ σὸν ἄγαλμα, τὸ σὸν ἵδρυμα πόλεος vrbdí, wo man es "die in der Stadt angesiedelten Bürger" od. "die Stütze, Schutzwehr der Stadt" erkl.; in Prosa, ἐφέστιον ἵδρυμα ἐν οἴκῳ ἔχων Plat. Legg. XI, 931 a, ἱδρύματα ἴδια πατρῴων θεῶν IV, 717 b; Sp., τῶν ἱδρυμάτων κομισθέντων ἐκ τοῦ νεώ D. Hal. 1, 67; – die Gründung, ἵδρυμα λέγεται Κρητῶν γενέσθαι τὸ ἱερόν Plut. Marc. 20.

Greek (Liddell-Scott)

ἵδρυμα: τό, (ἱδρύω) οἰκοδόμημα ἱδρυθὲν ὑπό τινος, Ἰάσονος ἵδρυμα Στράβων 252, Πλουτάρχ. Μάρκελλ. 20. 2) ὡς τὸ ἕδος, ναός, ἱερόν, θεῶν Ἡρόδοτ. 8. 144, Αἰσχύλ. Ἀγ. 339, Χο. 1036, Εὐριπ. Βάκχ. 951, Πλάτων. Νόμ. 717B, κτλ.· ἔτι δὲ καὶ ἄγαλμα, δαιμόνων ἵδρυμα Αἰσχύλ. Πέρσ. 811, πρβλ. Διον. Ἁλ. 1. 41. Ἀρρ. Ἐπίκτ. 2. 22, 17. 3) σὸν ἵδρυμα πόλεως, προπύργιον, στήριγμα τῆς πόλεως, ἐπὶ τῶν ἀρχηγῶν, ὡς τὸ Λατ. columen rei, Εὐρ. Ἱκέτ. 631· πρβλ. ἔρεισμα.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
1 fondement, fondation;
2 demeure, particul. demeure sacrée, temple;
3 statue.
Étymologie: ἱδρύω.