ἰσοτελής: Difference between revisions

From LSJ

κακὸς μὲν γὰρ ἑκὼν οὐδείς → no one is voluntarily wicked, no one is voluntarily bad

Source
(6_7)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἰσοτελής''': -ές, ([[τέλος]]) ὁ ἴσα τελῶν, πληρώνων, ἔχων τὰ αὐτὰ βάρη: ἐν Ἀθήναις οἱ ἰσοτελεῖς ἦσαν εὐνοούμενοι μέτοικοι ἀπολαύοντες πάντων τῶν ἀστικῶν δικαιωμάτων πλὴν τῶν πολιτικῶν· ἐλογίζοντο [[μετὰ]] τοὺς προξένους, δὲν εἶχον ἀνάγκην προστάτου, δὲν ἐτέλουν [[μετοίκιον]], καὶ ἀντὶ τῶν δικαιωμάτων τούτων καὶ προνομίων ὑπέκειντο εἰς τὰ αὐτὰ καὶ οἱ λοιποὶ πολῖται βάρη, Λυσ. παρ’ Ἁρποκρ., Ἀριστ. Ἀθην. Πολ. 86. 4 (ἔκδ. Blass). Συλλ. Ἐπιγρ. 809-10· πρβλ. Böckh P. E. 2. 318 κἑξ.· ἀλλὰ δὲν ὑπῆρχον ἐν τῷ καταλόγῳ τῶν πολιτῶν [[οὔτε]] ἦσαν ἐγγεγραμμένοι μεταξὺ τῶν μελῶν δήμου τινὸς ἢ φυλῆς. Περὶ τῶν γενικῶν σχέσεων τῆς ἰσοτελείας, ἴδε Niebuhr Ρωμ. Ἱστ. 2. σημ. 101: [[ἐνίοτε]] τὸ [[προνόμιον]] τοῦτο παρείχετο καὶ εἰς τοὺς πολίτας φιλικῆς πολιτείας, Ἐπιγραφ. Βοιωτ. ἐν Keil IVb. 22.
|lstext='''ἰσοτελής''': -ές, ([[τέλος]]) ὁ ἴσα τελῶν, πληρώνων, ἔχων τὰ αὐτὰ βάρη: ἐν Ἀθήναις οἱ ἰσοτελεῖς ἦσαν εὐνοούμενοι μέτοικοι ἀπολαύοντες πάντων τῶν ἀστικῶν δικαιωμάτων πλὴν τῶν πολιτικῶν· ἐλογίζοντο [[μετὰ]] τοὺς προξένους, δὲν εἶχον ἀνάγκην προστάτου, δὲν ἐτέλουν [[μετοίκιον]], καὶ ἀντὶ τῶν δικαιωμάτων τούτων καὶ προνομίων ὑπέκειντο εἰς τὰ αὐτὰ καὶ οἱ λοιποὶ πολῖται βάρη, Λυσ. παρ’ Ἁρποκρ., Ἀριστ. Ἀθην. Πολ. 86. 4 (ἔκδ. Blass). Συλλ. Ἐπιγρ. 809-10· πρβλ. Böckh P. E. 2. 318 κἑξ.· ἀλλὰ δὲν ὑπῆρχον ἐν τῷ καταλόγῳ τῶν πολιτῶν [[οὔτε]] ἦσαν ἐγγεγραμμένοι μεταξὺ τῶν μελῶν δήμου τινὸς ἢ φυλῆς. Περὶ τῶν γενικῶν σχέσεων τῆς ἰσοτελείας, ἴδε Niebuhr Ρωμ. Ἱστ. 2. σημ. 101: [[ἐνίοτε]] τὸ [[προνόμιον]] τοῦτο παρείχετο καὶ εἰς τοὺς πολίτας φιλικῆς πολιτείας, Ἐπιγραφ. Βοιωτ. ἐν Keil IVb. 22.
}}
{{bailly
|btext=ής, ές :<br /><i>propr.</i> qui paie des contributions égales ; [[οἱ]] ἰσοτελεῖς classe d’étrangers domiciliés à Athènes.<br />'''Étymologie:''' [[ἴσος]], [[τέλος]].
}}
}}

Revision as of 19:59, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἰσοτελής Medium diacritics: ἰσοτελής Low diacritics: ισοτελής Capitals: ΙΣΟΤΕΛΗΣ
Transliteration A: isotelḗs Transliteration B: isotelēs Transliteration C: isotelis Beta Code: i)sotelh/s

English (LSJ)

ές (gen. sg. ἰσοτελοῦ (sic), Epigr.Gr.48), (τέλος)

   A bearing equal burdens; at Athens and elsewh., of a favoured class of μέτοικοι, subject to the same taxation as the citizens, Lys.Fr.225 S., Is.Fr.45, D.20.29, Arist.Ath.58.2, IG22.276.15,al., cf. SIG742.44 (Ephesus, i B.C.); of freedmen, IG9(1).412 (Aetolia), Hsch.    II metaph., of Hera, [τῷ Διΐ] ἰ. his consort, Orph.Fr.163.

German (Pape)

[Seite 1267] ές, gleiche Staatslasten tragend, so hießen in Athen diejenigen Schutzverwandten, μέτοικοι, welche den eigentlichen Bürgern am nächsten standen, keines προστάτης bedurften, kein Schutzgeld, μετοίκιον, zahlten und Grundeigenthum erwerben durften, die deswegen aber auch gleiche Lasten mit den Bürgern trugen, ohne in den Volksversammlungen mitstimmen zu dürfen u. Aemter erlangen zu können. S. Böckh's Staatshaush. II p. 77; Hermann's Staatsalterth. §. 116; Harpocr. u. Ruhnk. ad Tim. p. 151, wo es ὁ χωρὶς ζημίας ἐπιδημῶν ἴσα τοῖς πολίταις erklärt wird.

Greek (Liddell-Scott)

ἰσοτελής: -ές, (τέλος) ὁ ἴσα τελῶν, πληρώνων, ἔχων τὰ αὐτὰ βάρη: ἐν Ἀθήναις οἱ ἰσοτελεῖς ἦσαν εὐνοούμενοι μέτοικοι ἀπολαύοντες πάντων τῶν ἀστικῶν δικαιωμάτων πλὴν τῶν πολιτικῶν· ἐλογίζοντο μετὰ τοὺς προξένους, δὲν εἶχον ἀνάγκην προστάτου, δὲν ἐτέλουν μετοίκιον, καὶ ἀντὶ τῶν δικαιωμάτων τούτων καὶ προνομίων ὑπέκειντο εἰς τὰ αὐτὰ καὶ οἱ λοιποὶ πολῖται βάρη, Λυσ. παρ’ Ἁρποκρ., Ἀριστ. Ἀθην. Πολ. 86. 4 (ἔκδ. Blass). Συλλ. Ἐπιγρ. 809-10· πρβλ. Böckh P. E. 2. 318 κἑξ.· ἀλλὰ δὲν ὑπῆρχον ἐν τῷ καταλόγῳ τῶν πολιτῶν οὔτε ἦσαν ἐγγεγραμμένοι μεταξὺ τῶν μελῶν δήμου τινὸς ἢ φυλῆς. Περὶ τῶν γενικῶν σχέσεων τῆς ἰσοτελείας, ἴδε Niebuhr Ρωμ. Ἱστ. 2. σημ. 101: ἐνίοτε τὸ προνόμιον τοῦτο παρείχετο καὶ εἰς τοὺς πολίτας φιλικῆς πολιτείας, Ἐπιγραφ. Βοιωτ. ἐν Keil IVb. 22.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
propr. qui paie des contributions égales ; οἱ ἰσοτελεῖς classe d’étrangers domiciliés à Athènes.
Étymologie: ἴσος, τέλος.