ἰσομέτρητος: Difference between revisions

From LSJ

φοβοῦ τὸ γῆρας, οὐ γὰρ ἔρχεται μόνον → fear old age, for it never comes alone

Source
(6_17)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἰσομέτρητος''': -ον, ἔχων ἴσον [[μέτρον]], [[ἀνάλογος]], Πλάτ. Φαῖδρ. 235D, Ἀριστ. Ἀποσπ. 377· τινι, [[πρός]] τινα, Δίων Κ. 59. 11. - Ἐπίρρ. -τως, Θεοδ. Μετοχ. Σύμμικτ. σ. 70.
|lstext='''ἰσομέτρητος''': -ον, ἔχων ἴσον [[μέτρον]], [[ἀνάλογος]], Πλάτ. Φαῖδρ. 235D, Ἀριστ. Ἀποσπ. 377· τινι, [[πρός]] τινα, Δίων Κ. 59. 11. - Ἐπίρρ. -τως, Θεοδ. Μετοχ. Σύμμικτ. σ. 70.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />d’une mesure <i>ou</i> d’une grandeur égale.<br />'''Étymologie:''' [[ἴσος]], [[μετρέω]].
}}
}}

Revision as of 19:59, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἰσομέτρητος Medium diacritics: ἰσομέτρητος Low diacritics: ισομέτρητος Capitals: ΙΣΟΜΕΤΡΗΤΟΣ
Transliteration A: isométrētos Transliteration B: isometrētos Transliteration C: isometritos Beta Code: i)some/trhtos

English (LSJ)

ον,

   A of equal measure or weight, εἰκών Pl.Phdr.235d, Plu.Sol.25; τινι D.C.59.11, cf. Max.Tyr.31.2.

German (Pape)

[Seite 1265] gleich gemessen, von gleicher Größe, von Lebensgröße, εἰκών Plat. Phaed. 235 d, ἀνδριάς Plut. Sol. 25, ἄγαλμα D. Cass. 59, 11, a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἰσομέτρητος: -ον, ἔχων ἴσον μέτρον, ἀνάλογος, Πλάτ. Φαῖδρ. 235D, Ἀριστ. Ἀποσπ. 377· τινι, πρός τινα, Δίων Κ. 59. 11. - Ἐπίρρ. -τως, Θεοδ. Μετοχ. Σύμμικτ. σ. 70.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
d’une mesure ou d’une grandeur égale.
Étymologie: ἴσος, μετρέω.