ἰσχαλέος: Difference between revisions

From LSJ

οἵ γε καὶ ἐν τῷ παρόντι ἀντιπάλως μᾶλλον ἢ ὑποδεεστέρως τῷ ναυτικῷ ἀνθώρμουν → whose navy, even as it was, faced the Athenian more as an equal than as an inferior

Source
(6_4)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἰσχᾰλέος''': -α, -ον, ποιητ. ἀντὶ τοῦ [[ἰσχνός]], [[λεπτός]], χιτῶν᾿… οἷόν τε κρομύοιο λοπόν κάτα ἰσχαλέοιο Ὀδ. Τ. 233· - [[λεπτός]], [[μηδαμινός]], περόναι Μανέθων 6. 434· - [[μετέπειτα]] [[ἰσχναλέος]], Εὐστ. εἰς Ὀδ. ἔνθ’ ἀνωτ.
|lstext='''ἰσχᾰλέος''': -α, -ον, ποιητ. ἀντὶ τοῦ [[ἰσχνός]], [[λεπτός]], χιτῶν᾿… οἷόν τε κρομύοιο λοπόν κάτα ἰσχαλέοιο Ὀδ. Τ. 233· - [[λεπτός]], [[μηδαμινός]], περόναι Μανέθων 6. 434· - [[μετέπειτα]] [[ἰσχναλέος]], Εὐστ. εἰς Ὀδ. ἔνθ’ ἀνωτ.
}}
{{bailly
|btext=α, ον :<br />desséché, sec.<br />'''Étymologie:''' cf. [[ἰσχνός]].
}}
}}

Revision as of 19:59, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἰσχᾰλέος Medium diacritics: ἰσχαλέος Low diacritics: ισχαλέος Capitals: ΙΣΧΑΛΕΟΣ
Transliteration A: ischaléos Transliteration B: ischaleos Transliteration C: ischaleos Beta Code: i)sxale/os

English (LSJ)

α, ον, poet. for ἰσχνός,

   A dried, κρομύοιο λοπὸς ἰσχαλέοιο Od.19.233; thin, paltry, περόναι Man.6.434:—later ἰσχνᾰλέος, Eust. 1863.60.

German (Pape)

[Seite 1272] p. = ἰσχνός; κρόμυον Od. 19, 233; Hippocr. u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἰσχᾰλέος: -α, -ον, ποιητ. ἀντὶ τοῦ ἰσχνός, λεπτός, χιτῶν᾿… οἷόν τε κρομύοιο λοπόν κάτα ἰσχαλέοιο Ὀδ. Τ. 233· - λεπτός, μηδαμινός, περόναι Μανέθων 6. 434· - μετέπειτα ἰσχναλέος, Εὐστ. εἰς Ὀδ. ἔνθ’ ἀνωτ.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
desséché, sec.
Étymologie: cf. ἰσχνός.