ἰσχνός: Difference between revisions

From LSJ

Αὐρήλιοι... πατρὶ... καὶ μητρὶ... μνήμης χάριν → The Aurelii, in memory of their father and mother (inscription from Aizonai, Phrygia)

Source
(6_10)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἰσχνός''': -ή, -όν, [[ξηρός]], μεμαραμμένος, [[εὐτελής]], ἐς τὸ [[σπυρίδιον]] ἰσχνά μοι φυλλεῖα δός, εὐτελῆ, ξηρὰ ἀπολεπίσματα ἢ φύλλα ριδακίνης κατὰ τὸν Σχολ., Ἀρισοφ. Ἀχ. 469 [[ἰσχνός]] [[τυρός]], ἀντίθετον τῷ [[χλωρός]], [[Πολυδ]]. Ζ΄, 48. 2) ἐπὶ ἀνθρώπων, [[λεπτός]] [[ἀδύνατος]], [[ἰσχνός]], Ἱππ. Ἀφ. 1246, κτλ.· ἰσχνοί καὶ σφηκώδεις Ἀριστοφ. Πλ. 561· ἰσχνοί καὶ ἄσιτοι Πλάτ. Νόμ. 665Ε· οὕτω καὶ ἰσχν. [[ἕξις]], [[ἀδύνατος]] [[κατάστασις]] τοῦ σώματος, Πλουτ. Λυκοῦργ. 17· επὶ τῆς φωνῆς, ἰσχνόν φθέγγεσθαι, μὲ ἀδύνατον φωνήν, Λουκ. Νιγρ. 11. 3) [[ἀδύνατος]], [[ἀσθενής]], [[πνεῦμα]] Ἱππ. 1131G. 4) μεταφ., ἐπὶ ὕφους, λεπτόν, ξηρόν, ἁπλοῦν, ἀπέριττον [[ὕφος]], ἰσχνὸς χαρακτὴρ, τὸ Λατ. Tenue dcendi genus, Διον. Ἀλ. πρὸς Γναῖον Πομπ. 2, πρβλ. Δημήτρ. Φαληρ. 190: - Ἐπίρρ., ἰσχνῶς εἰπεῖν, καθαρῶς, [[ἁπλῶς]], ξηρῶς, Πολυβ. 1. 2, 6· [[ὡσαύτως]], ἰσχνὸς [[ἰδεῖν]] Λυκοῦργ. 157, κ. ἀλλ.· ἰσχνῶς ἐστηκὼς Ἱππ. 196Β. (Ἐκ τοῦ ἰσχνάνω, [[διότι]] τὸ ἰσχανός = συμπεπιεσμένος, «ζουληγμένος», πρβλ. Ἱππ. Ἀγμ. 765· [[ἐντεῦθεν]] [[ἰσχναίνω]], [[ἰσχναλέος]], ἰσχνάς).
|lstext='''ἰσχνός''': -ή, -όν, [[ξηρός]], μεμαραμμένος, [[εὐτελής]], ἐς τὸ [[σπυρίδιον]] ἰσχνά μοι φυλλεῖα δός, εὐτελῆ, ξηρὰ ἀπολεπίσματα ἢ φύλλα ριδακίνης κατὰ τὸν Σχολ., Ἀρισοφ. Ἀχ. 469 [[ἰσχνός]] [[τυρός]], ἀντίθετον τῷ [[χλωρός]], [[Πολυδ]]. Ζ΄, 48. 2) ἐπὶ ἀνθρώπων, [[λεπτός]] [[ἀδύνατος]], [[ἰσχνός]], Ἱππ. Ἀφ. 1246, κτλ.· ἰσχνοί καὶ σφηκώδεις Ἀριστοφ. Πλ. 561· ἰσχνοί καὶ ἄσιτοι Πλάτ. Νόμ. 665Ε· οὕτω καὶ ἰσχν. [[ἕξις]], [[ἀδύνατος]] [[κατάστασις]] τοῦ σώματος, Πλουτ. Λυκοῦργ. 17· επὶ τῆς φωνῆς, ἰσχνόν φθέγγεσθαι, μὲ ἀδύνατον φωνήν, Λουκ. Νιγρ. 11. 3) [[ἀδύνατος]], [[ἀσθενής]], [[πνεῦμα]] Ἱππ. 1131G. 4) μεταφ., ἐπὶ ὕφους, λεπτόν, ξηρόν, ἁπλοῦν, ἀπέριττον [[ὕφος]], ἰσχνὸς χαρακτὴρ, τὸ Λατ. Tenue dcendi genus, Διον. Ἀλ. πρὸς Γναῖον Πομπ. 2, πρβλ. Δημήτρ. Φαληρ. 190: - Ἐπίρρ., ἰσχνῶς εἰπεῖν, καθαρῶς, [[ἁπλῶς]], ξηρῶς, Πολυβ. 1. 2, 6· [[ὡσαύτως]], ἰσχνὸς [[ἰδεῖν]] Λυκοῦργ. 157, κ. ἀλλ.· ἰσχνῶς ἐστηκὼς Ἱππ. 196Β. (Ἐκ τοῦ ἰσχνάνω, [[διότι]] τὸ ἰσχανός = συμπεπιεσμένος, «ζουληγμένος», πρβλ. Ἱππ. Ἀγμ. 765· [[ἐντεῦθεν]] [[ἰσχναίνω]], [[ἰσχναλέος]], ἰσχνάς).
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br /><b>1</b> desséché, sec;<br /><b>2</b> maigre, grêle, frêle ; <i>fig. en parl. du style</i> simple, sans ornements (<i>lat.</i> tenue dicendi genus).<br />'''Étymologie:''' [[ἴσχω]].
}}
}}

Revision as of 19:59, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἰσχνός Medium diacritics: ἰσχνός Low diacritics: ισχνός Capitals: ΙΣΧΝΟΣ
Transliteration A: ischnós Transliteration B: ischnos Transliteration C: ischnos Beta Code: i)sxno/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A dry, withered, φυλλεῖα Ar.Ach.469; ἰ. τυρός, opp. χλωρός, Poll.6.48, POxy.1338 (v A.D.).    2 of persons, thin, lean, Hp.Aph.2.44, Theoc.10.27, etc.; ἰσχνοὶ καὶ σφηκώδεις Ar.Pl.561; ἰσχνοὶ καὶ ἄσιτοι Pl.Lg.665e; ἰ. ἕξεις a spare habit of body, Plu.Lyc. 17; of roots, -ότεραι Dsc.1.9,10; of the voice, ἰσχνὸν φθέγγεσθαι to speak thin or small, Luc.Nigr.11.    3 weak, feeble, σφυγμός Gal. 8.506.    4 reduced, of a swelling, οὕτω ἂν τάχιστα ἰσχνὸν τὸ οἴδημα γένοιτο Hp.Fract.21, cf. Epid.4.26. Adv. -νῶς, ἑστηκώς without external swelling, Id.Coac.481.    5 light, thin, of clothing materials, POxy.1535 B9 (ii/iii A.D.), etc.:metaph., of style, spare, plain, unadorned, ἰ. χαρακτήρ D.H.Pomp.2, cf. Demetr.Eloc.190, Quint. 12.10.58, Plu.2.42d. Adv. -νῶς, εἰπεῖν to speak plainly, Plb.1.2.6; -νῶς ἰδεῖν τὴν ἀρετήν dub.l. in Lycurg.80. (Perh. cogn. with Lat. vescus: a connexion with ἴσχω was imagined by the Greeks; cf. ἰσχνόφωνος 11.)

German (Pape)

[Seite 1272] ή, όν, dürr, trocken, mager; ἄνδρες ἰσχνοὶ καὶ σφηκώδεις Ar. Plut. 561; ἰσχνοί τε καὶ ἄσιτοι Plat. Legg. II, 665 e; κύνες Rep. IV, 422 d; Sp., ἰσχναὶ καὶ διάκενοι ἕξεις, entggstzt den ὀγκώδεις καὶ πολύτροφοι, Plut. Lyc. 17; Ggstz παχεῖα Rufin. 4 (V, 37); vgl. M. Argent. 11 (V, 102); τυρός, dem χλωρός entggstzt, Poll. 6, 48. – Vom Pulse, dem ἁδρός entggstzt, Medic. – Uebertr. von der Stimme, ἰσχνὸν φθέγγεσθαι, dem μικρόν entsprechend, Luc. Nigr. 11; vom mündlichen u. schriftlichen Ausdrucke, kurz, gedrängt, dem tenue dicendi genus der Lateiner entsprechend, Rhett.; ἰσχνῶς εἰπεῖν mir dürren Worten, ohne rednerische Ausschmückung sprechen, Pol. 1, 2, 6.

Greek (Liddell-Scott)

ἰσχνός: -ή, -όν, ξηρός, μεμαραμμένος, εὐτελής, ἐς τὸ σπυρίδιον ἰσχνά μοι φυλλεῖα δός, εὐτελῆ, ξηρὰ ἀπολεπίσματα ἢ φύλλα ριδακίνης κατὰ τὸν Σχολ., Ἀρισοφ. Ἀχ. 469 ἰσχνός τυρός, ἀντίθετον τῷ χλωρός, Πολυδ. Ζ΄, 48. 2) ἐπὶ ἀνθρώπων, λεπτός ἀδύνατος, ἰσχνός, Ἱππ. Ἀφ. 1246, κτλ.· ἰσχνοί καὶ σφηκώδεις Ἀριστοφ. Πλ. 561· ἰσχνοί καὶ ἄσιτοι Πλάτ. Νόμ. 665Ε· οὕτω καὶ ἰσχν. ἕξις, ἀδύνατος κατάστασις τοῦ σώματος, Πλουτ. Λυκοῦργ. 17· επὶ τῆς φωνῆς, ἰσχνόν φθέγγεσθαι, μὲ ἀδύνατον φωνήν, Λουκ. Νιγρ. 11. 3) ἀδύνατος, ἀσθενής, πνεῦμα Ἱππ. 1131G. 4) μεταφ., ἐπὶ ὕφους, λεπτόν, ξηρόν, ἁπλοῦν, ἀπέριττον ὕφος, ἰσχνὸς χαρακτὴρ, τὸ Λατ. Tenue dcendi genus, Διον. Ἀλ. πρὸς Γναῖον Πομπ. 2, πρβλ. Δημήτρ. Φαληρ. 190: - Ἐπίρρ., ἰσχνῶς εἰπεῖν, καθαρῶς, ἁπλῶς, ξηρῶς, Πολυβ. 1. 2, 6· ὡσαύτως, ἰσχνὸς ἰδεῖν Λυκοῦργ. 157, κ. ἀλλ.· ἰσχνῶς ἐστηκὼς Ἱππ. 196Β. (Ἐκ τοῦ ἰσχνάνω, διότι τὸ ἰσχανός = συμπεπιεσμένος, «ζουληγμένος», πρβλ. Ἱππ. Ἀγμ. 765· ἐντεῦθεν ἰσχναίνω, ἰσχναλέος, ἰσχνάς).

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
1 desséché, sec;
2 maigre, grêle, frêle ; fig. en parl. du style simple, sans ornements (lat. tenue dicendi genus).
Étymologie: ἴσχω.