καλλιέλαιος: Difference between revisions

From LSJ

Ἓν οἶδα, ὅτι οὐδὲν οἶδα → I know only one thing, that I know nothing | all I know is that I know nothing.

Diogenes Laertius, Lives of the Philosophers, Book 2 sec. 32.
(6_10)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''καλλιέλαιος''': ἡ, ἡ [[ἥμερος]] [[ἐλαία]], ἀντίθετον τῷ [[ἀγριέλαιος]], Ἀριστ. π. Φυσ. 1. 6, 4, Καιν. Διαθ.· - [[ὡσαύτως]] ὡς ἐπίθ., ὁ παράγων καλὸν [[ἔλαιον]], καὶ γενήσεται ἡ [[ἐλαία]] [[πολυφόρος]] καὶ [[καλλιέλαιος]] Γεωπ. 9. 8., 9. 10, 6.
|lstext='''καλλιέλαιος''': ἡ, ἡ [[ἥμερος]] [[ἐλαία]], ἀντίθετον τῷ [[ἀγριέλαιος]], Ἀριστ. π. Φυσ. 1. 6, 4, Καιν. Διαθ.· - [[ὡσαύτως]] ὡς ἐπίθ., ὁ παράγων καλὸν [[ἔλαιον]], καὶ γενήσεται ἡ [[ἐλαία]] [[πολυφόρος]] καὶ [[καλλιέλαιος]] Γεωπ. 9. 8., 9. 10, 6.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui produit de belles olives ; <i>subst.</i> ἡ [[καλλιέλαιος]] olivier cultivé.<br />'''Étymologie:''' [[καλός]], [[ἐλαία]].<br /><i><b>Ant.</b></i> [[ἀγριέλαιος]].<br /><i><b>Syn.</b></i> [[ἐλάα]], [[ἐλαία]], [[ἐλαΐς]], [[μορία]].
}}
}}

Revision as of 19:59, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καλλῐέλαιος Medium diacritics: καλλιέλαιος Low diacritics: καλλιέλαιος Capitals: ΚΑΛΛΙΕΛΑΙΟΣ
Transliteration A: kalliélaios Transliteration B: kallielaios Transliteration C: kallielaios Beta Code: kallie/laios

English (LSJ)

ἡ,

   A garden olive, opp. ἀγριέλαιος, Ep.Rom. 11.24:—fem. καλλῐ-ελαία, ἡ, Arch.Pap.2.218 (iii/iv A.D.): as Adj., κ. ἐλαία PCair.Zen.125.3 (iii B. C.), Gp.9.8; φυτόν ib.9.10.6.

German (Pape)

[Seite 1309] reich an schönem Oel; bei Arist. plant. 1, 6 Ggstz von ἀγριέλαιος; Sp.

Greek (Liddell-Scott)

καλλιέλαιος: ἡ, ἡ ἥμερος ἐλαία, ἀντίθετον τῷ ἀγριέλαιος, Ἀριστ. π. Φυσ. 1. 6, 4, Καιν. Διαθ.· - ὡσαύτως ὡς ἐπίθ., ὁ παράγων καλὸν ἔλαιον, καὶ γενήσεται ἡ ἐλαία πολυφόρος καὶ καλλιέλαιος Γεωπ. 9. 8., 9. 10, 6.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui produit de belles olives ; subst.καλλιέλαιος olivier cultivé.
Étymologie: καλός, ἐλαία.
Ant. ἀγριέλαιος.
Syn. ἐλάα, ἐλαία, ἐλαΐς, μορία.