καθαρτικός: Difference between revisions
Οὐδὲν γυναικὸς χεῖρον οὐδὲ τῆς καλῆς → Nil muliere peius est, pulchra quoque → Das Schlimmste ist, selbst wenn sie schön ist, eine Frau
(6_11) |
(Bailly1_3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κᾰθαρτικός''': -ή, -όν, ἔχων τὴν δύναμιν ἢ τὴν ἰδιότητα νὰ καθαρίζῃ, [[ἁγνιστικός]], Πλάτ. Τίμ. 60D· τὰ [[μέλη]] τὰ καθ. (ἴδε [[κάθαρσις]] Ι), Ἀριστ. Πολιτικ. 8. 7, 5· [[μετὰ]] γεν., καθ. ῥυπαριῶν Κέβητος Πίναξ 14· - ἡ καθαρτικὴ (δηλ. [[τέχνη]]), Πλάτ. Σοφιστ. 231Β. ΙΙ. παρὰ τοῖς Ἰατρ. ὡς καὶ νῦν, [[φάρμακον]] καθαρτικὸν Πλούτ. 2. 999F· τὸ καθαρτικὸν μόνον Ἱππ. π. Ἀγμ. 766· [[ὡσαύτως]], καθαρτικὸς [[οἶνος]] Διοσκ. 5. 76. | |lstext='''κᾰθαρτικός''': -ή, -όν, ἔχων τὴν δύναμιν ἢ τὴν ἰδιότητα νὰ καθαρίζῃ, [[ἁγνιστικός]], Πλάτ. Τίμ. 60D· τὰ [[μέλη]] τὰ καθ. (ἴδε [[κάθαρσις]] Ι), Ἀριστ. Πολιτικ. 8. 7, 5· [[μετὰ]] γεν., καθ. ῥυπαριῶν Κέβητος Πίναξ 14· - ἡ καθαρτικὴ (δηλ. [[τέχνη]]), Πλάτ. Σοφιστ. 231Β. ΙΙ. παρὰ τοῖς Ἰατρ. ὡς καὶ νῦν, [[φάρμακον]] καθαρτικὸν Πλούτ. 2. 999F· τὸ καθαρτικὸν μόνον Ἱππ. π. Ἀγμ. 766· [[ὡσαύτως]], καθαρτικὸς [[οἶνος]] Διοσκ. 5. 76. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ή, όν :<br />propre à purifier.<br />'''Étymologie:''' [[καθαίρω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:00, 9 August 2017
English (LSJ)
ή, όν,
A of, fit for cleansing or purifying, ἐλαίου καὶ γῆς Pl.Ti.60d; τὰ μέλη τὰ κ. (v. κάθαρσις 11) Arist.Pol.1342a15; τὰ κ. purgatives, Phld.Sign. 25; κ. ἀρεταί Hierocl.in CA2p.422M.: ἡ -κή (sc. τέχνη) Pl.Sph. 231b. Adv. -κῶς Marin.Procl.19. II Medic., promoting κάθαρσις, πρόσθετον Hp.Mul.1.74; usu . . purgative, δύναμις Gal.11.768 (metaph., Cebes 14); φάρμακον Plu.2.999f, cf. Gal.5.128; οἶνος Dsc.5.66 (Comp.); κ. alone, Hp.Fract.24, S.E.M.8.480.
German (Pape)
[Seite 1282] reinigend; φάρμακον, Purgirmittel, Hippocr. u. Plut., wie τὰ καθαρτικὰ ἐξελάσοντα τῶν σωμάτων τὰ ὑγρά S. Emp. adv. log. 2, 480; ἡ καθ., die Reinigung, Plat. Soph. 231 b; τὸ καθ. μέλος, zur Entsühnung, Arist. pol. 8, 7.
Greek (Liddell-Scott)
κᾰθαρτικός: -ή, -όν, ἔχων τὴν δύναμιν ἢ τὴν ἰδιότητα νὰ καθαρίζῃ, ἁγνιστικός, Πλάτ. Τίμ. 60D· τὰ μέλη τὰ καθ. (ἴδε κάθαρσις Ι), Ἀριστ. Πολιτικ. 8. 7, 5· μετὰ γεν., καθ. ῥυπαριῶν Κέβητος Πίναξ 14· - ἡ καθαρτικὴ (δηλ. τέχνη), Πλάτ. Σοφιστ. 231Β. ΙΙ. παρὰ τοῖς Ἰατρ. ὡς καὶ νῦν, φάρμακον καθαρτικὸν Πλούτ. 2. 999F· τὸ καθαρτικὸν μόνον Ἱππ. π. Ἀγμ. 766· ὡσαύτως, καθαρτικὸς οἶνος Διοσκ. 5. 76.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
propre à purifier.
Étymologie: καθαίρω.