κατακρατέω: Difference between revisions
ὃν οὐ τύπτει λόγος οὐδὲ ῥάβδος → if words don't get through, neither a beating will | if the carrot doesn't work, the stick will not work either | whom words do not strike, neither does the rod
(6_3) |
(Bailly1_3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κατακρᾰτέω''': [[ὑπερισχύω]] [[ἐναντίον]] τινός, νικῶ, [[μετὰ]] γεν. προσ., κατακρατεῖν ἀνδρὸς εἴωθεν γυνὴ Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 100, πρβλ. Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 2. 14, 4, κτλ. [[ὡσαύτως]] μετ’ αἰτ. προσ., τοὺς ἄλλους ἀρετῇ κατ. Δίων Κ. 54. 29.― Παθ., νικῶμαι, ἡττῶμαι, κατακρατεῖται ὑπὸ νόμου βελτίονος Ζάλευκ. Παρὰ Στοβ. 280. 27. 2) ἀπολ., [[ὑπερισχύω]], [[γίνομαι]] [[κύριος]], ὑπερνικῶ, κατὰ μοῖρ’ ἐκράτησεν Αἰσχύλ. Πέρσ. 101, πρβλ. Ἡρόδ. 7. 168, Πλάτ. Νόμ. 840Ε· ὁ Πηνειὸς τῷ οὐνόματι κατακρατέων ἀνωνύμους τοὺς ἄλλους ποταμοὺς [[εἶναι]] ποιέει Ἡρόδ. 7. 129· ἐπὶ γνώμης, ἡ βουλὴ τοῦ Δρούσου κατεκράτησεν Δίων Κ. 57. 16. ΙΙ. μετ’ αἰτ. πράγμ., ὑπερτερῶ τινα, νικῶ, κ. τὰς τροφὰς Πλάτ. Νόμ. 789D, πρβλ. Ἀριστ. Προβλ. 22. 8, 2· [[ὡσαύτως]] [[μετὰ]] γεν. πράγμ.· κ. τῆς προθέσεως, [[γίνομαι]] [[κύριος]] τοῦ σκοποῦ μου, Πολύβ. 5. 38, 9· τοῦ γενέσθαι τι ὁ αὐτ. 82. 11, 13· κ. τῆς Ἑλληνικῆς διαλέκτου, ἐντελῶς κατεῖχε, [[καλῶς]] νὰ λέγῃ καὶ νὰ γράφῃ ἐγνώριζεν, ὁ αὐτ. 40. 6, 4. | |lstext='''κατακρᾰτέω''': [[ὑπερισχύω]] [[ἐναντίον]] τινός, νικῶ, [[μετὰ]] γεν. προσ., κατακρατεῖν ἀνδρὸς εἴωθεν γυνὴ Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 100, πρβλ. Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 2. 14, 4, κτλ. [[ὡσαύτως]] μετ’ αἰτ. προσ., τοὺς ἄλλους ἀρετῇ κατ. Δίων Κ. 54. 29.― Παθ., νικῶμαι, ἡττῶμαι, κατακρατεῖται ὑπὸ νόμου βελτίονος Ζάλευκ. Παρὰ Στοβ. 280. 27. 2) ἀπολ., [[ὑπερισχύω]], [[γίνομαι]] [[κύριος]], ὑπερνικῶ, κατὰ μοῖρ’ ἐκράτησεν Αἰσχύλ. Πέρσ. 101, πρβλ. Ἡρόδ. 7. 168, Πλάτ. Νόμ. 840Ε· ὁ Πηνειὸς τῷ οὐνόματι κατακρατέων ἀνωνύμους τοὺς ἄλλους ποταμοὺς [[εἶναι]] ποιέει Ἡρόδ. 7. 129· ἐπὶ γνώμης, ἡ βουλὴ τοῦ Δρούσου κατεκράτησεν Δίων Κ. 57. 16. ΙΙ. μετ’ αἰτ. πράγμ., ὑπερτερῶ τινα, νικῶ, κ. τὰς τροφὰς Πλάτ. Νόμ. 789D, πρβλ. Ἀριστ. Προβλ. 22. 8, 2· [[ὡσαύτως]] [[μετὰ]] γεν. πράγμ.· κ. τῆς προθέσεως, [[γίνομαι]] [[κύριος]] τοῦ σκοποῦ μου, Πολύβ. 5. 38, 9· τοῦ γενέσθαι τι ὁ αὐτ. 82. 11, 13· κ. τῆς Ἑλληνικῆς διαλέκτου, ἐντελῶς κατεῖχε, [[καλῶς]] νὰ λέγῃ καὶ νὰ γράφῃ ἐγνώριζεν, ὁ αὐτ. 40. 6, 4. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=-ῶ :<br />être le plus fort, prévaloir, l’emporter.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[κρατέω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:00, 9 August 2017
English (LSJ)
A prevail over, c. gen. pers., κατακρατεῖν ἀνδρὸς εἴωθεν γυνή Men.646, cf. Thphr.CP2.14.4; τῶν πολεμίων Plb.16.30.5: metaph., of pleasure, κ. τοῦ οἴκου Stoic.3.98; also c. acc., τους ἄλλους ἀρετῇ κ. D.C.54.29; ὁ ἵππος πρεσβύτερος ἤδη ὢν οὐ κ. τὰς θηλείας PCair.Zen.225.8 (iii B. C.):—Pass., to be overcome, ὑπὸ νόμου βελτίονος Zaleuc. ap. Stob.4.2.19. 2 abs., prevail, gain the mastery, gain the victory, κατὰ μοῖρ' ἐκράτησεν A.Pers.101 (lyr.), cf. Hdt.7.168, Th. 6.55, Pl.Lg.840e; ὁ Πηνειὸς τῷ οὐνόματι κατακρατέων ἀνωνύμους τοὺς ἄλλους [ποταμοὺς] εἶναι ποιέει Hdt.7.129; of an opinion, D.C.57.15; of planetary influence, predominate, Procl.Par.Ptol.18,al. II c. acc. rei, gain the mastery over, ἀμάχους ῥώμας, εὔνοιαν, Ph.2.117, 438; win, στέφανον D.Chr.9.13: c. gen. rei, τῆς προθέσεως become master of one's purpose, Plb.5.38.9; τοῦ γενέσθαι τι Id.28.13.13; τῶν ὅλων Id.3.81.10; retain possession of, τῆς πόλεως Id.1.8.1; master, τῆς Ελληνικῆς διαλέκτου Id.39.1.4, cf. Cleom.1.10; ἰδιότητος Porph.Sent.33. 2 digest, concoct, τὰς τῶν σίτων τροφάς Pl. Lg.789d, cf. Arist.Pr.930b31:—Pass., τῇ εὐχυλίᾳ Sor.1.53 (fort. -κραθῇ).
German (Pape)
[Seite 1356] in seiner Gewalt haben, festhalten, behaupten, in seine Gewalt bringen, überwältigen, siegen; absol., in tmesi, Aesch. Pers. 103; Her. 7, 168; Plat. Legg. VIII, 840 e; – c. acc., τὰς τροφάς Plat. Legg. VII, 789 d; Sp., wie Μάρδους μάχαις D. Cass. 51, 25; τινὰ ἀρετῇ 54, 28; pass., κατακρατεῖσθαι ὑπὸ νόμου Zaleuc. Stob. fl. 44, 21; – τινός, Pol. 1, 8, 1; Κλεοπάτρα δύο ἀνδρῶν Ῥωμαίων κατεκράτησε Dio Cass. 51, 15. – Intrans., vorherrschen, ὁ Πηνειὸς τῷ οὐνόματι κατακρατέων τοὺς ἄλλους ποταμοὺς ἀνωνύμους εἶναι ποιέει Her. 7, 129; im vorherrschenden Gebrauche sein, Schol. Ar. Vesp. 444.
Greek (Liddell-Scott)
κατακρᾰτέω: ὑπερισχύω ἐναντίον τινός, νικῶ, μετὰ γεν. προσ., κατακρατεῖν ἀνδρὸς εἴωθεν γυνὴ Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 100, πρβλ. Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 2. 14, 4, κτλ. ὡσαύτως μετ’ αἰτ. προσ., τοὺς ἄλλους ἀρετῇ κατ. Δίων Κ. 54. 29.― Παθ., νικῶμαι, ἡττῶμαι, κατακρατεῖται ὑπὸ νόμου βελτίονος Ζάλευκ. Παρὰ Στοβ. 280. 27. 2) ἀπολ., ὑπερισχύω, γίνομαι κύριος, ὑπερνικῶ, κατὰ μοῖρ’ ἐκράτησεν Αἰσχύλ. Πέρσ. 101, πρβλ. Ἡρόδ. 7. 168, Πλάτ. Νόμ. 840Ε· ὁ Πηνειὸς τῷ οὐνόματι κατακρατέων ἀνωνύμους τοὺς ἄλλους ποταμοὺς εἶναι ποιέει Ἡρόδ. 7. 129· ἐπὶ γνώμης, ἡ βουλὴ τοῦ Δρούσου κατεκράτησεν Δίων Κ. 57. 16. ΙΙ. μετ’ αἰτ. πράγμ., ὑπερτερῶ τινα, νικῶ, κ. τὰς τροφὰς Πλάτ. Νόμ. 789D, πρβλ. Ἀριστ. Προβλ. 22. 8, 2· ὡσαύτως μετὰ γεν. πράγμ.· κ. τῆς προθέσεως, γίνομαι κύριος τοῦ σκοποῦ μου, Πολύβ. 5. 38, 9· τοῦ γενέσθαι τι ὁ αὐτ. 82. 11, 13· κ. τῆς Ἑλληνικῆς διαλέκτου, ἐντελῶς κατεῖχε, καλῶς νὰ λέγῃ καὶ νὰ γράφῃ ἐγνώριζεν, ὁ αὐτ. 40. 6, 4.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
être le plus fort, prévaloir, l’emporter.
Étymologie: κατά, κρατέω.