καταριθμέω: Difference between revisions
Σωτηρίας σημεῖον ἥμερος τρόπος → Auf Rettung deutet kultivierte Lebensart → Ein Hinweis auf die Rettung ist die sanfte Art
(6_14) |
(Bailly1_3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κατᾰριθμέω''': μετρῶ, ὑπολογίζω, [[μεταξύ]]…, μετά τινων Εὐρ. Τρῳ. 872˙ ἔν τισι Πλάτ. Πολιτικ. 266Α, πρβλ. Διόδ. 4. 85, Πλουτ. Σόλ. 12.- Παθ., Ἀριστ. Πολιτικ. 4. 8, 1., 7. 9, 8, κ. ἀλλ. 2) διηγοῦμαι λεπτομερῶς, τὴν ἀτοπίαν σου Πλάτ. Συμπ. 215Α˙ κ. τινί τι, [[γράφω]] εἰς τὸν λογαριασμόν τινος, ὁ αὐτ. ἐν Σοφιστ. 266Ε˙- ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, ἀφηγοῦμαι, ἐκθέτω, ἀριθμῶ, ὁ αὐτ. ἐν Φιλήβ. 27Β, ἐν ᾧ καταριθμοῦνται ᾄδοντες Γοργ. 451˙ εἰ πάσας τὰς ἐκείνου πράξεις καταριθμησαίμεθα Ἰσοκρ. 4Α· τι [[πρός]] τινα Αἰσχίν. 61. 16 καὶ 25˙ καὶ ὁ Ἀριστ. μεταχειρίζεται παθ. πρκμ. [[μετὰ]] μέσ. σημασ., κατηριθμημένοι τῶν πολλῶν δόξας, μετρήσαντες, συγκεφαλαιώσαντες, Τοπ. 1. 2, 1. 3) ἐν τῷ μέσ. [[ὡσαύτως]], θεωρῶ, «[[λογαριάζω]]», εὐδαιμονέστατον κ. τινα Πλάτ. Φίληβ. 47Β˙ τὴν πρᾶξιν κ. ἐν ἀδικήματι Πολύβ. 5. 67, 5. ΙΙ. ἀπολ., [[λογαριάζω]], μετρῶ, [[κάμνω]] λογαριασμόν, διὰ τί πάντες ἄνθρωποι εἰς τὰ [[δέκα]] καταριθμοῦσιν; Ἀριστ. Προβλ. 15. 3, 1. | |lstext='''κατᾰριθμέω''': μετρῶ, ὑπολογίζω, [[μεταξύ]]…, μετά τινων Εὐρ. Τρῳ. 872˙ ἔν τισι Πλάτ. Πολιτικ. 266Α, πρβλ. Διόδ. 4. 85, Πλουτ. Σόλ. 12.- Παθ., Ἀριστ. Πολιτικ. 4. 8, 1., 7. 9, 8, κ. ἀλλ. 2) διηγοῦμαι λεπτομερῶς, τὴν ἀτοπίαν σου Πλάτ. Συμπ. 215Α˙ κ. τινί τι, [[γράφω]] εἰς τὸν λογαριασμόν τινος, ὁ αὐτ. ἐν Σοφιστ. 266Ε˙- ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, ἀφηγοῦμαι, ἐκθέτω, ἀριθμῶ, ὁ αὐτ. ἐν Φιλήβ. 27Β, ἐν ᾧ καταριθμοῦνται ᾄδοντες Γοργ. 451˙ εἰ πάσας τὰς ἐκείνου πράξεις καταριθμησαίμεθα Ἰσοκρ. 4Α· τι [[πρός]] τινα Αἰσχίν. 61. 16 καὶ 25˙ καὶ ὁ Ἀριστ. μεταχειρίζεται παθ. πρκμ. [[μετὰ]] μέσ. σημασ., κατηριθμημένοι τῶν πολλῶν δόξας, μετρήσαντες, συγκεφαλαιώσαντες, Τοπ. 1. 2, 1. 3) ἐν τῷ μέσ. [[ὡσαύτως]], θεωρῶ, «[[λογαριάζω]]», εὐδαιμονέστατον κ. τινα Πλάτ. Φίληβ. 47Β˙ τὴν πρᾶξιν κ. ἐν ἀδικήματι Πολύβ. 5. 67, 5. ΙΙ. ἀπολ., [[λογαριάζω]], μετρῶ, [[κάμνω]] λογαριασμόν, διὰ τί πάντες ἄνθρωποι εἰς τὰ [[δέκα]] καταριθμοῦσιν; Ἀριστ. Προβλ. 15. 3, 1. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=-ῶ :<br />regarder comme : τινα <i>ou</i> [[τι]] [[ἐν]] τινι mettre qqn <i>ou</i> qch au nombre de;<br /><i><b>Moy.</b></i> καταριθμέομαι-οῦμαι faire le compte de, dénombrer, énumérer.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[ἀριθμέω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:00, 9 August 2017
English (LSJ)
A count or reckon among, μετά τινων E.Tr.872 (Pass.); ἔν τισι Pl.Plt.266a, cf. D.S.4.85, Plu.Sol.12; εἰς εὐδαιμονίαν κ. reckon as... Ath.1.9d: c. dupl. acc., Pl.Sph.266e:—Pass., Arist.Pol. 1329a27; μετά τινων ib.1293b26; ἔν τισι Act.Ap.1.17, Phld.Rh.1.239 S. 2 recount in detail, τὴν ἀτοπίαν σου Pl.Smp.215a:—Med., recount, enumerate, Id.Phlb.27b, Grg.451e, Isoc.1.11; τι πρός τινα Aeschin.3.54: pf. Pass. in med. sense, τὰς τῶν πολλῶν κατηριθμημένοι δόξας having summed up . ., Arist.Top.101a31:—Pass., Phld. Ir.p.78 W.; τὰ συμβεβηκότα -ηρίθμηται S.E.M.7.281. 3 Med., count or reckon so and so, εὐδαιμονέστατον κ. τινά Pl.Phlb.47b; ἐν ἀδικήματι κ. τὴν πρᾶξιν Plb.5.67.5. II abs., count, reckon, διὰ τί πάντες ἄνθρωποι εἰς τὰ δέκα κ.; Arist.Pr.910b24.
German (Pape)
[Seite 1374] aufzählen, herzählen; κατηρίθμηται Τρῳάδων ἄλλων μέτα Eur. Tr. 872; Plat. Soph. 226 e u. öfter; Isocr. 1, 11 u. Folgde. – Auch med., Plat. Phil. 27 c; so κατηρίθμηται S. Emp. adv. log. 1, 281; τὴν πρᾶξιν ἐν ἀδικήματι, für eine Ungerechtigkeit halten, Pol. 5, 67, 5.
Greek (Liddell-Scott)
κατᾰριθμέω: μετρῶ, ὑπολογίζω, μεταξύ…, μετά τινων Εὐρ. Τρῳ. 872˙ ἔν τισι Πλάτ. Πολιτικ. 266Α, πρβλ. Διόδ. 4. 85, Πλουτ. Σόλ. 12.- Παθ., Ἀριστ. Πολιτικ. 4. 8, 1., 7. 9, 8, κ. ἀλλ. 2) διηγοῦμαι λεπτομερῶς, τὴν ἀτοπίαν σου Πλάτ. Συμπ. 215Α˙ κ. τινί τι, γράφω εἰς τὸν λογαριασμόν τινος, ὁ αὐτ. ἐν Σοφιστ. 266Ε˙- ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, ἀφηγοῦμαι, ἐκθέτω, ἀριθμῶ, ὁ αὐτ. ἐν Φιλήβ. 27Β, ἐν ᾧ καταριθμοῦνται ᾄδοντες Γοργ. 451˙ εἰ πάσας τὰς ἐκείνου πράξεις καταριθμησαίμεθα Ἰσοκρ. 4Α· τι πρός τινα Αἰσχίν. 61. 16 καὶ 25˙ καὶ ὁ Ἀριστ. μεταχειρίζεται παθ. πρκμ. μετὰ μέσ. σημασ., κατηριθμημένοι τῶν πολλῶν δόξας, μετρήσαντες, συγκεφαλαιώσαντες, Τοπ. 1. 2, 1. 3) ἐν τῷ μέσ. ὡσαύτως, θεωρῶ, «λογαριάζω», εὐδαιμονέστατον κ. τινα Πλάτ. Φίληβ. 47Β˙ τὴν πρᾶξιν κ. ἐν ἀδικήματι Πολύβ. 5. 67, 5. ΙΙ. ἀπολ., λογαριάζω, μετρῶ, κάμνω λογαριασμόν, διὰ τί πάντες ἄνθρωποι εἰς τὰ δέκα καταριθμοῦσιν; Ἀριστ. Προβλ. 15. 3, 1.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
regarder comme : τινα ou τι ἐν τινι mettre qqn ou qch au nombre de;
Moy. καταριθμέομαι-οῦμαι faire le compte de, dénombrer, énumérer.
Étymologie: κατά, ἀριθμέω.