κόγχος: Difference between revisions

From LSJ

Ψευδὴς διαβολὴ τὸν βίον λυμαίνεται → Vitam dissociat mentiens calumnia → Verlogene Verleumdung bringt dem Leben Schmach

Menander, Monostichoi, 553
(6_14)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κόγχος''': ὁ, = [[κόγχη]] Ι, Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 25, Ἐπίχ. 22· [[ὡσαύτως]] ἡ, Παυσ. 1. 44, 6· ― παρ’ Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 4, 6 τὰ Ἀντίγρ. ἔχουσι γεν. πληθ. κόγχων, ἂν καὶ ὀλίγῳ ἀνωτέρω ἀπαντᾷ ἡ ὀνομαστ. κόγχαι. 2) = [[κόγχη]] Ι. 2, ὡς [[μέτρον]], κ. ἁλῶν Φρύν. ἐν Ἀδήλ. 5, πρβλ. Διοσκ. 1. 32, Γαλην. Λεξ. Ἱππ. ΙΙ. πᾶν [[πρᾶγμα]] ὅμοιον πρὸς τὸ [[ὄστρακον]] κογχυλίου, 1) τὸ ἀνώτατον [[μέρος]] τοῦ κρανίου, «[[ὀστοῦν]] τοῦ ἐγκεφάλου κογχοειδὲς» (Σχόλ.), Λυκόφρ. 1105. 2) [[εἶδος]] ὀμφαλοῦ τῆς ἀσπίδος, Πολύβ. 23, 5 (ὡς θηλ.)· ὅμοιον [[κόσμημα]] ἢ ὀμφαλὸς ἐπὶ ἀγγείου, Διοσκ. 5. 110. 3) ἡ [[θέσις]], τὸ [[κοίλωμα]] τοῦ ὀφθαλμοῦ, [[Πολυδ]]. Β΄, 71. 4) ἡ [[ἐπιγονατίς]], [[αὐτόθι]] 188. ΙΙΙ. ἡ παρὰ Ρωμαίοις conchis, [[ἕψημα]] φακῶν [[μετὰ]] κυάμων, [[εἶδος]] πηκτοῦ ζωμοῦ μετ’ ὀσπρίων, Τίμων παρ’ Ἀθην. 159F, A. B. 105.
|lstext='''κόγχος''': ὁ, = [[κόγχη]] Ι, Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 25, Ἐπίχ. 22· [[ὡσαύτως]] ἡ, Παυσ. 1. 44, 6· ― παρ’ Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 4, 6 τὰ Ἀντίγρ. ἔχουσι γεν. πληθ. κόγχων, ἂν καὶ ὀλίγῳ ἀνωτέρω ἀπαντᾷ ἡ ὀνομαστ. κόγχαι. 2) = [[κόγχη]] Ι. 2, ὡς [[μέτρον]], κ. ἁλῶν Φρύν. ἐν Ἀδήλ. 5, πρβλ. Διοσκ. 1. 32, Γαλην. Λεξ. Ἱππ. ΙΙ. πᾶν [[πρᾶγμα]] ὅμοιον πρὸς τὸ [[ὄστρακον]] κογχυλίου, 1) τὸ ἀνώτατον [[μέρος]] τοῦ κρανίου, «[[ὀστοῦν]] τοῦ ἐγκεφάλου κογχοειδὲς» (Σχόλ.), Λυκόφρ. 1105. 2) [[εἶδος]] ὀμφαλοῦ τῆς ἀσπίδος, Πολύβ. 23, 5 (ὡς θηλ.)· ὅμοιον [[κόσμημα]] ἢ ὀμφαλὸς ἐπὶ ἀγγείου, Διοσκ. 5. 110. 3) ἡ [[θέσις]], τὸ [[κοίλωμα]] τοῦ ὀφθαλμοῦ, [[Πολυδ]]. Β΄, 71. 4) ἡ [[ἐπιγονατίς]], [[αὐτόθι]] 188. ΙΙΙ. ἡ παρὰ Ρωμαίοις conchis, [[ἕψημα]] φακῶν [[μετὰ]] κυάμων, [[εἶδος]] πηκτοῦ ζωμοῦ μετ’ ὀσπρίων, Τίμων παρ’ Ἀθην. 159F, A. B. 105.
}}
{{bailly
|btext=ου (ὁ, <i>qqf</i> ἡ)<br />coquille.<br />'''Étymologie:''' cf. [[κόγχη]].
}}
}}

Revision as of 20:01, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κόγχος Medium diacritics: κόγχος Low diacritics: κόγχος Capitals: ΚΟΓΧΟΣ
Transliteration A: kónchos Transliteration B: konchos Transliteration C: kogchos Beta Code: ko/gxos

English (LSJ)

(ἡ Paus.1.44.6, cf.Plb.6.23.5),

   A = κόγχη 1, A.Fr.34, Epich. 42.9, Crates Theb.7; κόγχων (gen. pl.) Arist.HA528a24 (but κόγχαι ib.22).    2 = κόγχη 1.2, shell-full, κ. ἁλῶν Phryn.Com.49, cf. Dsc. 1.30.    II anything like a mussel-shell,    1 upper part of the skull, Lyc.1105.    2 boss of a shield, Plb.l.c.    3 small iron crucible, Dsc.5.95.    4 socket of the eye, Poll.2.71 (pl.).    5 kneepan, ib.188.    III soup of lentils boiled with the pods, Timo 3.

German (Pape)

[Seite 1465] ὁ, 1) = κόγχη, Aesch. frg. bei Ath. III, 87 a, vgl. IV, 160 b; übertr. auch fem., Pol. 6, 23, 5 προσήρμοσται τῷ θυρεῷ καὶ σιδηρᾶ κόγχος; vgl. Poll. 2, 38. 71. 188. – 2) die conchis der Römer, gekochte u. nicht durchgeschlagene Linsen, κόγχος καὶ κύαμος Speise der Armen, vgl. Ath. IV, 159 ff. u. B. A. 105, 17.

Greek (Liddell-Scott)

κόγχος: ὁ, = κόγχη Ι, Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 25, Ἐπίχ. 22· ὡσαύτως ἡ, Παυσ. 1. 44, 6· ― παρ’ Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 4, 6 τὰ Ἀντίγρ. ἔχουσι γεν. πληθ. κόγχων, ἂν καὶ ὀλίγῳ ἀνωτέρω ἀπαντᾷ ἡ ὀνομαστ. κόγχαι. 2) = κόγχη Ι. 2, ὡς μέτρον, κ. ἁλῶν Φρύν. ἐν Ἀδήλ. 5, πρβλ. Διοσκ. 1. 32, Γαλην. Λεξ. Ἱππ. ΙΙ. πᾶν πρᾶγμα ὅμοιον πρὸς τὸ ὄστρακον κογχυλίου, 1) τὸ ἀνώτατον μέρος τοῦ κρανίου, «ὀστοῦν τοῦ ἐγκεφάλου κογχοειδὲς» (Σχόλ.), Λυκόφρ. 1105. 2) εἶδος ὀμφαλοῦ τῆς ἀσπίδος, Πολύβ. 23, 5 (ὡς θηλ.)· ὅμοιον κόσμημα ἢ ὀμφαλὸς ἐπὶ ἀγγείου, Διοσκ. 5. 110. 3) ἡ θέσις, τὸ κοίλωμα τοῦ ὀφθαλμοῦ, Πολυδ. Β΄, 71. 4) ἡ ἐπιγονατίς, αὐτόθι 188. ΙΙΙ. ἡ παρὰ Ρωμαίοις conchis, ἕψημα φακῶν μετὰ κυάμων, εἶδος πηκτοῦ ζωμοῦ μετ’ ὀσπρίων, Τίμων παρ’ Ἀθην. 159F, A. B. 105.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ, qqf ἡ)
coquille.
Étymologie: cf. κόγχη.