ληνός: Difference between revisions
καὶ τοσαύτῃ περιουσίᾳ χρήσασθαι πονηρίας → in the veriest extravagance of malice
(6_6) |
(Bailly1_3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ληνός''': Δωρ. λᾱνός, οῦ, ἡ, ὡς τὸ Λατ. lacus, alveus πᾶν [[πρᾶγμα]] ἔχον τὸ [[σχῆμα]] κάδου ἢ σκάφης, Ἱππ. Μοχλ. 865· [[κυρίως]], 1) ὡς καὶ νῦν, ὁ [[ληνός]], τὸ «πατητῆρι», Θεόκρ. 7. 25., 25. 28, Διόδ. 3. 63. 2) [[σκάφη]] πρὸς πότισιν κτηνῶν, «[[ποτίστρα]]», Ὁμ. Ὕμ. εἰς Ἑρμ. 104, Ἑβδ. (Γεν. Λ΄, 38, 41). 3) = κάρδοπος, [[σκάφη]] τοῦ ζυμώματος, Μένανδρος ἐν «Δημιουργῷ» 3. 4) τὸ [[μέρος]] τὸ ὑποδεχόμενον τὸν ἱστὸν πλοίου, ἱστοθήκη, ὃ ἀλλαχοῦ ὀνομάζεται [[ἱστοπέδη]] καὶ [[ἱστοδόκη]], «τοῦ ἱστοῦ τὸ μὲν κατωτάτω [[πτέρνα]] καλεῖται, ἣ ἐμπίπτει εἰς τὸν ληνὸν» Ἀθήν. 474F ([[ἔνθα]] [[εἶναι]] ἀρσεν.), [[Πολυδ]]. Α΄, 91. 5) [[σορός]], [[νεκροθήκη]], Φερεκράτης ἐν «Ἀγρίοις» 11, Συλλ. Ἐπιγρ. 1979, -81, -93· πρβλ. Bentl. Corresp. σ. 287. 6) [[μέρος]] τι τοῦ ἐγκεφάλου, πιθαν. τὸ ἔτι καὶ νῦν καλούμενον «ληνὸς Ἡροφίλου», torcular Herophili, Ἡρόφιλος παρὰ Γαλην. 2. 712. 7) ἡ [[κοιλότης]] ἁρματίου δίφρου, Ἡσύχ. 8) ἐν τῷ πληθ., τὸ κατώτερον [[μέρος]] τῆς [[ῥινός]], [[Πολυδ]]. Β΄, 80. 9) κατὰ τὸν Σουΐδ. «ληνὸς καὶ [[προλήνιον]] αἱ ἐκκλησίαι παρὰ τῷ Δαβὶδ (Ψαλμ. Η΄, 1)» - «ληνοβάται οἱ ἱερεῖς». | |lstext='''ληνός''': Δωρ. λᾱνός, οῦ, ἡ, ὡς τὸ Λατ. lacus, alveus πᾶν [[πρᾶγμα]] ἔχον τὸ [[σχῆμα]] κάδου ἢ σκάφης, Ἱππ. Μοχλ. 865· [[κυρίως]], 1) ὡς καὶ νῦν, ὁ [[ληνός]], τὸ «πατητῆρι», Θεόκρ. 7. 25., 25. 28, Διόδ. 3. 63. 2) [[σκάφη]] πρὸς πότισιν κτηνῶν, «[[ποτίστρα]]», Ὁμ. Ὕμ. εἰς Ἑρμ. 104, Ἑβδ. (Γεν. Λ΄, 38, 41). 3) = κάρδοπος, [[σκάφη]] τοῦ ζυμώματος, Μένανδρος ἐν «Δημιουργῷ» 3. 4) τὸ [[μέρος]] τὸ ὑποδεχόμενον τὸν ἱστὸν πλοίου, ἱστοθήκη, ὃ ἀλλαχοῦ ὀνομάζεται [[ἱστοπέδη]] καὶ [[ἱστοδόκη]], «τοῦ ἱστοῦ τὸ μὲν κατωτάτω [[πτέρνα]] καλεῖται, ἣ ἐμπίπτει εἰς τὸν ληνὸν» Ἀθήν. 474F ([[ἔνθα]] [[εἶναι]] ἀρσεν.), [[Πολυδ]]. Α΄, 91. 5) [[σορός]], [[νεκροθήκη]], Φερεκράτης ἐν «Ἀγρίοις» 11, Συλλ. Ἐπιγρ. 1979, -81, -93· πρβλ. Bentl. Corresp. σ. 287. 6) [[μέρος]] τι τοῦ ἐγκεφάλου, πιθαν. τὸ ἔτι καὶ νῦν καλούμενον «ληνὸς Ἡροφίλου», torcular Herophili, Ἡρόφιλος παρὰ Γαλην. 2. 712. 7) ἡ [[κοιλότης]] ἁρματίου δίφρου, Ἡσύχ. 8) ἐν τῷ πληθ., τὸ κατώτερον [[μέρος]] τῆς [[ῥινός]], [[Πολυδ]]. Β΄, 80. 9) κατὰ τὸν Σουΐδ. «ληνὸς καὶ [[προλήνιον]] αἱ ἐκκλησίαι παρὰ τῷ Δαβὶδ (Ψαλμ. Η΄, 1)» - «ληνοβάται οἱ ἱερεῖς». | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=οῦ (ἡ) :<br />objet creux, <i>particul.</i><br /><b>1</b> cuve de pressoir ; pressoir;<br /><b>2</b> auge pour faire boire le bétail;<br /><b>3</b> huche, pétrin;<br /><b>4</b> cercueil;<br /><b>5</b> cavité où s’emboîte le mât d’un vaisseau;<br /><b>6</b> cavité dans la boîte crânienne.<br />'''Étymologie:''' DELG étym. ignorée. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:01, 9 August 2017
English (LSJ)
Dor. λᾱνός Theoc.7.25, IG14.150.5 (Syracuse): ἡ:—
A anything shaped like a tub or trough, Hp.Mochl.38; esp. 1 winevat in which the grapes are pressed, PCair.Zen.300.15 (iii B.C.), Theoc.7.25, 25.28, D.S.3.63. 2 trough, for watering cattle, watering-place for them, h.Merc.104, LXX Ge.30.38,41. 3 = κάρδοπος, kneading-trough, Men.116. 4 socket into which the mast fitted, = ἱστοπέδη, Asclep.Myrl. ap. Ath.11.474f, Poll.1.91. 5 coffin, Pherecr.5, CIG1979, al. (Thessalonica), IGl.c. 6 part of the brain, the meeting-point of the sinuses of the dura mater, still called torcular Herophili, Herophil. ap. Gal.2.712, cf. UP9.6. 7 hollow of a chariot, Hsch. (pl.). 8 in pl., the lower parts of the nose, Poll.2.80.
German (Pape)
[Seite 40] ἡ, auch ὁ, alles kusen-, wannenförmige; – a) der Trog zum Tränken des Viehes, H. h. Merc. 104, Philostr. u. a. – b) gew. die Kufe, in welche die zu kelternden Weintrauben geworfen werden, Kelter, nach B. A. 277 γεωργικὸν σκεῦος, ἀγγεῖον δεκτικὸν οἴνου ξύλινον, ib. 71 αἷς τοὺς βότρυς πατοῦσιν; Theocr. 25, 28 u. öfter, wie in der Anth.; D. Sic. 3, 63 u. sonst in Prosa. – c) der Sarg, B. A. 51; vgl. Poll. 10, 150 u. daselbst Phereer. – d) Backtrog, Men. Poll. 7, 22. – e) nach Ath. XI, 474 f der Stand, in den der Mastbaum mit seinem unteren Ende eingefügt wird; vgl. Poll. 1, 91. – Nach Hesych. auch der Kutschensitzkasten. – Bei Poll. 2, 80 der untere Theil der Nasenspitze.
Greek (Liddell-Scott)
ληνός: Δωρ. λᾱνός, οῦ, ἡ, ὡς τὸ Λατ. lacus, alveus πᾶν πρᾶγμα ἔχον τὸ σχῆμα κάδου ἢ σκάφης, Ἱππ. Μοχλ. 865· κυρίως, 1) ὡς καὶ νῦν, ὁ ληνός, τὸ «πατητῆρι», Θεόκρ. 7. 25., 25. 28, Διόδ. 3. 63. 2) σκάφη πρὸς πότισιν κτηνῶν, «ποτίστρα», Ὁμ. Ὕμ. εἰς Ἑρμ. 104, Ἑβδ. (Γεν. Λ΄, 38, 41). 3) = κάρδοπος, σκάφη τοῦ ζυμώματος, Μένανδρος ἐν «Δημιουργῷ» 3. 4) τὸ μέρος τὸ ὑποδεχόμενον τὸν ἱστὸν πλοίου, ἱστοθήκη, ὃ ἀλλαχοῦ ὀνομάζεται ἱστοπέδη καὶ ἱστοδόκη, «τοῦ ἱστοῦ τὸ μὲν κατωτάτω πτέρνα καλεῖται, ἣ ἐμπίπτει εἰς τὸν ληνὸν» Ἀθήν. 474F (ἔνθα εἶναι ἀρσεν.), Πολυδ. Α΄, 91. 5) σορός, νεκροθήκη, Φερεκράτης ἐν «Ἀγρίοις» 11, Συλλ. Ἐπιγρ. 1979, -81, -93· πρβλ. Bentl. Corresp. σ. 287. 6) μέρος τι τοῦ ἐγκεφάλου, πιθαν. τὸ ἔτι καὶ νῦν καλούμενον «ληνὸς Ἡροφίλου», torcular Herophili, Ἡρόφιλος παρὰ Γαλην. 2. 712. 7) ἡ κοιλότης ἁρματίου δίφρου, Ἡσύχ. 8) ἐν τῷ πληθ., τὸ κατώτερον μέρος τῆς ῥινός, Πολυδ. Β΄, 80. 9) κατὰ τὸν Σουΐδ. «ληνὸς καὶ προλήνιον αἱ ἐκκλησίαι παρὰ τῷ Δαβὶδ (Ψαλμ. Η΄, 1)» - «ληνοβάται οἱ ἱερεῖς».
French (Bailly abrégé)
οῦ (ἡ) :
objet creux, particul.
1 cuve de pressoir ; pressoir;
2 auge pour faire boire le bétail;
3 huche, pétrin;
4 cercueil;
5 cavité où s’emboîte le mât d’un vaisseau;
6 cavité dans la boîte crânienne.
Étymologie: DELG étym. ignorée.