λευκόω: Difference between revisions

From LSJ

δός μοι πᾷ στῶ καὶ τὰν γᾶν κινήσω → give me a place to stand, and I will move the Earth

Source
(6_1)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''λευκόω''': (λευκὸς) [[κάμνω]] [[λευκόν]], «ἀσπρίζω», Αἰν. Τακτ. 31· λ. [[πόδα]], γυμνώνω τὸν [[πόδα]], Ἀνθ. Π. 9. 403. - Μέσ., λευκοῦσθαι τὰ ὅπλα Ξεν. Ἑλ. 2. 4, 25, πρβλ. 7. 5, 20. ΙΙ. κατὰ τὸ πλεῖστον ἐν τῷ Παθ., [[γίνομαι]] [[λευκός]], ἀσπρίζομαι, λευκωθεὶς [[κάρα]] μύρτοις Πινδ. Ι. 4 (3). 117· [[τοῖχος]] λελευκωμένος, «ἀσπρισμένος», Πλάτ. Νόμ. 785Α· [[γραμματεῖον]] λελευκωμένον = [[λεύκωμα]] Ι, Δημ. 1132. 8· ὁ [[ἄνθρωπος]] οὐ [[λευκός]] ἐστι, ἀλλὰ λελεύκωται Ἀριστ. Φυσ. 1. 2, 11.
|lstext='''λευκόω''': (λευκὸς) [[κάμνω]] [[λευκόν]], «ἀσπρίζω», Αἰν. Τακτ. 31· λ. [[πόδα]], γυμνώνω τὸν [[πόδα]], Ἀνθ. Π. 9. 403. - Μέσ., λευκοῦσθαι τὰ ὅπλα Ξεν. Ἑλ. 2. 4, 25, πρβλ. 7. 5, 20. ΙΙ. κατὰ τὸ πλεῖστον ἐν τῷ Παθ., [[γίνομαι]] [[λευκός]], ἀσπρίζομαι, λευκωθεὶς [[κάρα]] μύρτοις Πινδ. Ι. 4 (3). 117· [[τοῖχος]] λελευκωμένος, «ἀσπρισμένος», Πλάτ. Νόμ. 785Α· [[γραμματεῖον]] λελευκωμένον = [[λεύκωμα]] Ι, Δημ. 1132. 8· ὁ [[ἄνθρωπος]] οὐ [[λευκός]] ἐστι, ἀλλὰ λελεύκωται Ἀριστ. Φυσ. 1. 2, 11.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />rendre blanc, <i>càd</i> blanchir, crépir <i>ou</i> peindre en blanc, acc.;<br /><i><b>Moy.</b></i> λευκόομαι-οῦμαι blanchir pour soi, rendre luisant, polir : τὰ ὅπλα XÉN ses armes.<br />'''Étymologie:''' [[λευκός]].
}}
}}

Revision as of 20:01, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λευκόω Medium diacritics: λευκόω Low diacritics: λευκόω Capitals: ΛΕΥΚΟΩ
Transliteration A: leukóō Transliteration B: leukoō Transliteration C: lefkoo Beta Code: leuko/w

English (LSJ)

   A whiten over, [πυξίον] Aen.Tact.31.14; βωμόν IG22.1672.140:—Med., λευκοῦσθαι τὰ ὅπλα whiten their shields, X.HG2.4.25, cf. 7.5.20; λ. πόδα bare the foot, AP9.403 (Maec.).    II mostly in Pass., to be made or become white, λευκωθεὶς κάρα μύρτοις Pi.I.4(3).69; τοῖχος λελευκωμένος whitened or plastered, Pl.Lg.785a; γραμματεῖον λελευκωμένον, = λεύκωμα 1, D.46.11; ὁ ἄνθρωπος οὐ λευκός ἐστιν ἀλλὰ λελεύκωται Arist.Ph.185b29; of a leper, Ph.1.346; λελευκωμένος πίναξ, of the list of proscribed, D.C.Fr.109.12.

German (Pape)

[Seite 35] weißen, weiß machen, weiß färben, bes. pass., ἐν τοίχῳ λελευκωμένῳ, mit Kalk übertüncht, Plat. Legg. VI, 785 a; γραμματεῖον λελευκωμένον, = λεύκωμα, Dem. 46, 11; λελεύκωται, Arist. phys. 1, 2. Auch λευκωθεὶς κάρα μύρτοις, Pind. I. 3, 87. – Med. für sich weiß anstreichen, ὅπλα, τὰ κράνη, Xen. Hell. 2, 4, 25. 5, 20, dem nachher λαμπρύνομαι entspricht, also blank machen; aber λεύκωσαι πόδα, entblöße den Fuß, Q. Maec. 11 (IX, 403).

Greek (Liddell-Scott)

λευκόω: (λευκὸς) κάμνω λευκόν, «ἀσπρίζω», Αἰν. Τακτ. 31· λ. πόδα, γυμνώνω τὸν πόδα, Ἀνθ. Π. 9. 403. - Μέσ., λευκοῦσθαι τὰ ὅπλα Ξεν. Ἑλ. 2. 4, 25, πρβλ. 7. 5, 20. ΙΙ. κατὰ τὸ πλεῖστον ἐν τῷ Παθ., γίνομαι λευκός, ἀσπρίζομαι, λευκωθεὶς κάρα μύρτοις Πινδ. Ι. 4 (3). 117· τοῖχος λελευκωμένος, «ἀσπρισμένος», Πλάτ. Νόμ. 785Α· γραμματεῖον λελευκωμένον = λεύκωμα Ι, Δημ. 1132. 8· ὁ ἄνθρωπος οὐ λευκός ἐστι, ἀλλὰ λελεύκωται Ἀριστ. Φυσ. 1. 2, 11.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
rendre blanc, càd blanchir, crépir ou peindre en blanc, acc.;
Moy. λευκόομαι-οῦμαι blanchir pour soi, rendre luisant, polir : τὰ ὅπλα XÉN ses armes.
Étymologie: λευκός.