λιαρός: Difference between revisions
Φίλον δι' ὀργὴν ἐν κακοῖσι μὴ προδῷς → Amicum ob iram deserere cave in malis → Verrate einen Freund nicht in der Not aus Zorn
(6_4) |
(Bailly1_3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''λιᾰρός''': -ά, -όν, = χλιαρὸς (ἴδε Χχ ΙΙΙ), [[θερμός]], [[ὑπόθερμος]], [[αἷμα]], [[ὕδωρ]] Ἰλ. Λ. 477, 830, Ὀδ. Ω. 45, κτλ.· [[οὖρος]] λ., θερμὸς καὶ λεπτὸς [[ἄνεμος]], Ε. 268· [[ὕπνος]] λ., [[ἥσυχος]], [[ἤρεμος]], [[ἀμβρόσιος]], Ἰλ. Ξ. 164· ― [[οὕτως]] ἐν Ἀπολλ. Ροδ. Γ. 300, καὶ παρὰ μεταγεν. Ἐπικ. | |lstext='''λιᾰρός''': -ά, -όν, = χλιαρὸς (ἴδε Χχ ΙΙΙ), [[θερμός]], [[ὑπόθερμος]], [[αἷμα]], [[ὕδωρ]] Ἰλ. Λ. 477, 830, Ὀδ. Ω. 45, κτλ.· [[οὖρος]] λ., θερμὸς καὶ λεπτὸς [[ἄνεμος]], Ε. 268· [[ὕπνος]] λ., [[ἥσυχος]], [[ἤρεμος]], [[ἀμβρόσιος]], Ἰλ. Ξ. 164· ― [[οὕτως]] ἐν Ἀπολλ. Ροδ. Γ. 300, καὶ παρὰ μεταγεν. Ἐπικ. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ά, όν :<br /><b>1</b> chaud, tiède (sang, eau, <i>etc.</i>);<br /><b>2</b> doux, agréable.<br />'''Étymologie:''' DELG cf. [[χλιαρός]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:02, 9 August 2017
English (LSJ)
ά, όν,
A warm, lukewarm, αἷμα, ὕδωρ, Il.11.477, 830, Od.24.45, etc.; οὖρος λ. a warm, soft wind, 5.268; ὕπνος λ. gentle, balmy, Il.14.164, cf. A.R.3.300, etc.
German (Pape)
[Seite 42] wie χλιαρός, warm, lau; von warmen Quellen, Il. 22, 149; ἀπ' αὐτοῦ δ' αἷμα κελαινὸν νῖζ' ὕδατι λιαρῷ, 11, 830, öfter; auch αἷμα λ., 11, 477, u. οὖρος λ., ein lauer, linder Wind, Od. 5, 268. 7, 266, wie es auch sp. D. brauchen, λιαρὴ – αὔρη, Ap. Rh. 3, 1032, ἄνεμος, 1245; γάλα, Theocr. 25, 105. – Ueberhaupt mild, sanft, ὕπνος, linder Schlaf, Il. 14, 164; λιαρὸς καὶ ἀθέσφατος ἱδρώς, Opp. Hal. 2, 279.
Greek (Liddell-Scott)
λιᾰρός: -ά, -όν, = χλιαρὸς (ἴδε Χχ ΙΙΙ), θερμός, ὑπόθερμος, αἷμα, ὕδωρ Ἰλ. Λ. 477, 830, Ὀδ. Ω. 45, κτλ.· οὖρος λ., θερμὸς καὶ λεπτὸς ἄνεμος, Ε. 268· ὕπνος λ., ἥσυχος, ἤρεμος, ἀμβρόσιος, Ἰλ. Ξ. 164· ― οὕτως ἐν Ἀπολλ. Ροδ. Γ. 300, καὶ παρὰ μεταγεν. Ἐπικ.
French (Bailly abrégé)
ά, όν :
1 chaud, tiède (sang, eau, etc.);
2 doux, agréable.
Étymologie: DELG cf. χλιαρός.