μεγαλήνωρ: Difference between revisions
From LSJ
(6_19) |
(Bailly1_3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μεγᾰλήνωρ''': -ορος, ὁ, ἡ, (ἀνὴρ) [[λίαν]] [[ἀνδρικός]], [[μεγαλόφρων]], [[μεγαλόψυχος]], [[ἀνδρεῖος]], ἐπίθ. τῆς Ἡσυχίας, Πινδ. Ἀποσπ. 228 πρβλ. [[μεγαλόφρων]]· - [[ὑψηλόφρων]], [[ὑπερήφανος]], ὁ αὐτ. ἐν Π. 1. 99. | |lstext='''μεγᾰλήνωρ''': -ορος, ὁ, ἡ, (ἀνὴρ) [[λίαν]] [[ἀνδρικός]], [[μεγαλόφρων]], [[μεγαλόψυχος]], [[ἀνδρεῖος]], ἐπίθ. τῆς Ἡσυχίας, Πινδ. Ἀποσπ. 228 πρβλ. [[μεγαλόφρων]]· - [[ὑψηλόφρων]], [[ὑπερήφανος]], ὁ αὐτ. ἐν Π. 1. 99. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ορος (ὁ, ἡ)<br /><b>1</b> confiant en soi;<br /><b>2</b> orgueilleux.<br />'''Étymologie:''' [[μέγας]], [[ἀνήρ]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:02, 9 August 2017
English (LSJ)
Dor. μεγᾰλ-άνωρ, ορος, ὁ, ἡ, (ἀνήρ)
A high-souled, epith. of Ἡσυχία, Pi.Fr. 109. 2 haughty, Id.P.1.52.
German (Pape)
[Seite 105] ορος, ὁ, dor. μεγαλάνωρ, männlich groß, von hohem Muthe, vom Löwen, Opp. Cyn. 4, 179, vgl. auch μεγαλήτωρ; – auch tadelnd, hochmüthig, Pind. P. 1, 52; aber frg. 228 bei Pol. 4, 31 nennt er den Frieden ἡσυχία μ., der die Männer groß macht, oder große Männer hervorbringt.
Greek (Liddell-Scott)
μεγᾰλήνωρ: -ορος, ὁ, ἡ, (ἀνὴρ) λίαν ἀνδρικός, μεγαλόφρων, μεγαλόψυχος, ἀνδρεῖος, ἐπίθ. τῆς Ἡσυχίας, Πινδ. Ἀποσπ. 228 πρβλ. μεγαλόφρων· - ὑψηλόφρων, ὑπερήφανος, ὁ αὐτ. ἐν Π. 1. 99.
French (Bailly abrégé)
ορος (ὁ, ἡ)
1 confiant en soi;
2 orgueilleux.
Étymologie: μέγας, ἀνήρ.