μελάνοστος: Difference between revisions
(6_16) |
(Bailly1_3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μελάνοστος''': -ον, ἀντὶ μελᾰνόστεος, ὁ ἔχων ὀστᾶ, αἰετοῦ... μελανόστου θηρητῆρος, ὡς ὁ Ἀριστοτέλης ἀνεγίνωσκεν ἐν Ἰλ. Φ. 252 (ἴδε Εὐστ. 1235. 12, Πορφ. εἰς Ἰλ. Ω. 315), ἀντὶ τῆς κοινῆς γραφῆς μελανόσσου ([[ὄσσε]]), μελανοφθάλμου· ὁ Ἀρίσταρχος ἀνέγνω μέλανος, τοῦ θηρητῆρος· - [[ἴσως]] ἡ ἀληθὴς γραφὴ [[εἶναι]] μελανούρου, τοῦ ἔχοντος μέλαιναν οὐράν, ἴδε [[μελάμπυγος]] ΙΙ, [[πύγαργος]] ΙΙ· πρβλ. [[ὡσαύτως]] [[μελανάετος]]. | |lstext='''μελάνοστος''': -ον, ἀντὶ μελᾰνόστεος, ὁ ἔχων ὀστᾶ, αἰετοῦ... μελανόστου θηρητῆρος, ὡς ὁ Ἀριστοτέλης ἀνεγίνωσκεν ἐν Ἰλ. Φ. 252 (ἴδε Εὐστ. 1235. 12, Πορφ. εἰς Ἰλ. Ω. 315), ἀντὶ τῆς κοινῆς γραφῆς μελανόσσου ([[ὄσσε]]), μελανοφθάλμου· ὁ Ἀρίσταρχος ἀνέγνω μέλανος, τοῦ θηρητῆρος· - [[ἴσως]] ἡ ἀληθὴς γραφὴ [[εἶναι]] μελανούρου, τοῦ ἔχοντος μέλαιναν οὐράν, ἴδε [[μελάμπυγος]] ΙΙ, [[πύγαργος]] ΙΙ· πρβλ. [[ὡσαύτως]] [[μελανάετος]]. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />aux os noirs.<br />'''Étymologie:''' [[μέλας]], ὀστόν. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:02, 9 August 2017
English (LSJ)
ον, for μελᾰν-όστεος,
A black-boned, αἰετοῦ . . μελανόστου θηρητῆρος read for μέλανος τοῦ in Il.21.252 by Aristotle (cf. Sch. BT, Eust. 1235.42); cf. μελάνοσσος.
German (Pape)
[Seite 120] für μελανόστεος, od. μελανόστης, Tzetz. zu Lycophr. 148, mit schwarzen Knochen; Arist. wollte μελανόστου Il. 21, 252 statt αἰετοῦ οἴματ' ἔχων μέλανος τοῦ θηρητῆρος lesen, Andere μελανόσσου, mit schwarzen Augen.
Greek (Liddell-Scott)
μελάνοστος: -ον, ἀντὶ μελᾰνόστεος, ὁ ἔχων ὀστᾶ, αἰετοῦ... μελανόστου θηρητῆρος, ὡς ὁ Ἀριστοτέλης ἀνεγίνωσκεν ἐν Ἰλ. Φ. 252 (ἴδε Εὐστ. 1235. 12, Πορφ. εἰς Ἰλ. Ω. 315), ἀντὶ τῆς κοινῆς γραφῆς μελανόσσου (ὄσσε), μελανοφθάλμου· ὁ Ἀρίσταρχος ἀνέγνω μέλανος, τοῦ θηρητῆρος· - ἴσως ἡ ἀληθὴς γραφὴ εἶναι μελανούρου, τοῦ ἔχοντος μέλαιναν οὐράν, ἴδε μελάμπυγος ΙΙ, πύγαργος ΙΙ· πρβλ. ὡσαύτως μελανάετος.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
aux os noirs.
Étymologie: μέλας, ὀστόν.