ξόανον: Difference between revisions
νῆα μὲν οἵ γε μέλαιναν ἐπ' ἠπείροιο ἔρυσσαν ὑψοῦ ἐπὶ ψαμάθοις, ὑπὸ δ' ἕρματα μακρὰ τάνυσσαν → they pushed the black ship up over the sand onto dry land and placed long beams under her
(6_21) |
(Bailly1_3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ξόᾰνον''': τό, (ξέω) [[εἴδωλον]] γεγλυμμένον ἐκ ξύλου, Ξεν. Ἀν. 5. 3, 12· ἀκολούθως, [[καθόλου]], [[εἴδωλον]], [[ἄγαλμα]], [[ὁμοίωμα]], ἰδίως θεοῦ, Εὐρ. Ι. Τ. 1359, Τρῳ 525, 1074. ΙΙ. μουσικόν τι [[ὄργανον]], Σοφ. Ἀποσπ. 228. | |lstext='''ξόᾰνον''': τό, (ξέω) [[εἴδωλον]] γεγλυμμένον ἐκ ξύλου, Ξεν. Ἀν. 5. 3, 12· ἀκολούθως, [[καθόλου]], [[εἴδωλον]], [[ἄγαλμα]], [[ὁμοίωμα]], ἰδίως θεοῦ, Εὐρ. Ι. Τ. 1359, Τρῳ 525, 1074. ΙΙ. μουσικόν τι [[ὄργανον]], Σοφ. Ἀποσπ. 228. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ου (τό) :<br />statue de dieu en bois <i>ou</i> en pierre.<br />'''Étymologie:''' [[ξέω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:04, 9 August 2017
English (LSJ)
τό, (ξέω)
A image carved of wood, E.Ion1403, X.An.5.3.12 : then, generally, image, statue, esp. of a god, Acus.28 J., E.IT 1359, Tr.525 (lyr.), 1074 (lyr.), BMus.Inscr.1012 (Chalcedon, i B. C./ i A. D.), Paus.8.17.2, al., Porph.Abst.2.56 ; also of a representation on a scarab, PMag.Leid.V.9.22. II musical instrument, ξόαν' ἡδυμελῆ S.Fr.238 (anap.).
German (Pape)
[Seite 280] τό (ξέω), eigtl. alles aus Holz Geschnitzte, wie Soph. frg. 228 neben λύραι καὶ μαγάδιδες hat τά τ' ἐν Ἕλλησι ξόαν' ἡδυμελῆ; bes. aber Götterbilder aus Holz, auch aus Stein, u. später auch aus anderen Stoffen gearbeitet; κλέπτοντες ἐκ γῆς ξόανον, Eur. I. T. 1359; βωμοῦ λιποῦσα ξόανα, Ion 1403; aus Cypressenholz, Xen. An. 5, 3, 12; oft bei Paus. u. a. Sp., Ep. ad. 203 (App. 283).
Greek (Liddell-Scott)
ξόᾰνον: τό, (ξέω) εἴδωλον γεγλυμμένον ἐκ ξύλου, Ξεν. Ἀν. 5. 3, 12· ἀκολούθως, καθόλου, εἴδωλον, ἄγαλμα, ὁμοίωμα, ἰδίως θεοῦ, Εὐρ. Ι. Τ. 1359, Τρῳ 525, 1074. ΙΙ. μουσικόν τι ὄργανον, Σοφ. Ἀποσπ. 228.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
statue de dieu en bois ou en pierre.
Étymologie: ξέω.