φρονηματίας: Difference between revisions
From LSJ
(6_19) |
(Bailly1_5) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''φρονημᾰτίας''': -ου, ὁ, ὁ ἔχων ὑψηλὸν [[φρόνημα]], ὁ ἔχων πεποίθησιν εἰς ἑαυτόν, [[μεγαλόφρων]], [[ὑπερήφανος]], ἢ (ἐπὶ κακῆς σημασίας) [[ὑψηλόφρων]], ἀλαζών, τετυφωμένος, Ἀριστ. Πολιτ. 5. 11, 5, Λογγῖν. 9, 4· φρ. ἐπὶ τῇ ἱππικῇ Ξεν. Ἀγησ. 1, 24· ἐπὶ ἵππου, [[Πολυδ]]. Α΄, 194. | |lstext='''φρονημᾰτίας''': -ου, ὁ, ὁ ἔχων ὑψηλὸν [[φρόνημα]], ὁ ἔχων πεποίθησιν εἰς ἑαυτόν, [[μεγαλόφρων]], [[ὑπερήφανος]], ἢ (ἐπὶ κακῆς σημασίας) [[ὑψηλόφρων]], ἀλαζών, τετυφωμένος, Ἀριστ. Πολιτ. 5. 11, 5, Λογγῖν. 9, 4· φρ. ἐπὶ τῇ ἱππικῇ Ξεν. Ἀγησ. 1, 24· ἐπὶ ἵππου, [[Πολυδ]]. Α΄, 194. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ου;<br /><i>adj. m.</i><br /><b>1</b> qui a des sentiments élevés, généreux, noble;<br /><b>2</b> hautain, orgueilleux, présomptueux.<br />'''Étymologie:''' [[φρόνημα]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:04, 9 August 2017
English (LSJ)
ου, ὁ,
A self-confident, high-spirited, Arist.Pol.1313a40, Longin.9.4; φ. ἐπὶ τῇ ἱππικῇ X.Ages.1.24; of a horse, Poll.1.195.
German (Pape)
[Seite 1308] ὁ, der viel Selbstgefühl, Selbstvertrauen hat, Xen. Ages. 1, 24. – Gew. im tadelnden Sinne, hochmüthig, eingebildet, dünkelhaft, Arist. pol. 5, 11, Plut.
Greek (Liddell-Scott)
φρονημᾰτίας: -ου, ὁ, ὁ ἔχων ὑψηλὸν φρόνημα, ὁ ἔχων πεποίθησιν εἰς ἑαυτόν, μεγαλόφρων, ὑπερήφανος, ἢ (ἐπὶ κακῆς σημασίας) ὑψηλόφρων, ἀλαζών, τετυφωμένος, Ἀριστ. Πολιτ. 5. 11, 5, Λογγῖν. 9, 4· φρ. ἐπὶ τῇ ἱππικῇ Ξεν. Ἀγησ. 1, 24· ἐπὶ ἵππου, Πολυδ. Α΄, 194.
French (Bailly abrégé)
ου;
adj. m.
1 qui a des sentiments élevés, généreux, noble;
2 hautain, orgueilleux, présomptueux.
Étymologie: φρόνημα.