οἶστρος: Difference between revisions

From LSJ

Βέβαιον οὐδέν ἐστιν ἐν θνητῷ βίῳ → Nihil, ut videtur, proprium in vita datur → Nichts Festes gibt's im Leben eines Sterblichen

Menander, Monostichoi, 57
(6_14)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''οἶστρος''': ὁ, ἔντομόν τι, [[εἶδος]] μυίας «βοϊδόμυια», Λατιν. asilus, πιθαν. Tabanus buvinus, ἔντομον [[ὅπερ]] καταδιώκει καὶ λυσσώδη διὰ τοῦ κεντήματος ποιεῖ τὰ κτήνη, τὰς μὲν τ’ [[αἰόλος]] [[οἶστρος]] ἐφορμηθεὶς ἐδόνησεν, ὥρῃ ἐν εἰαρινῇ Ὀδ. Χ. 300· περὶ τῆς μυίας ἥτις ἐβασάνιζε τὴν Ἰώ, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 541, Πρ. 567 κἑξ., ἥτις καλεῖται καὶ [[μύωψ]], αὐτόθ. 675, Ἱκέτ. 308· ― ἀλλὰ διακρίνει αὐτὰς ὁ Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 5, 13., 8. 11, 1· πρβλ. καὶ [[ἐμπίς]]. 2) ἔντομόν τι [[ὅπερ]] καταδιώκει καὶ καταπονεῖ τὸν ἰχθὺν θύννον, [[αὐτόθι]] 5. 31, 8, 8. 19, 11. 3) [[εἶδος]] μικροῦ ἐντομοφάγου πτηνοῦ, [[εἶδος]] τροχίλου, [[ἴσως]] Sylvia trochilus, [[αὐτόθι]] 3. 8, 5. ΙΙ. μεταφορ., [[κέντρον]], πᾶν ὅ,τι ἐρεθίζει εἰς μανίαν, [[οἶστρος]] κεραυνοῦ Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 862· οἴστροις Ἐρινύων ὁ αὐτ. ἐν Ι. Τ. 1456, πρβλ. Ὀρ. 791· ἀπολ., τὸ [[κέντημα]] ἀλγηδόνος, [[ἀγωνία]], Σοφ. Τρ. 1254. 2) πᾶσα σφοδρὰ ἐπιθυμία, [[μανιώδης]] [[πόθος]], ἔκφρον [[πάθος]], Ἡρόδ. 2. 93, Εὐρ. Ἱππ. 1300, Πλάτ. Πολ. 577Ε, κτλ· [[μετὰ]] γενικ. ἀντικειμ., κτεάνων, [[πάθος]] πρὸς κτῆσιν πλούτου, Ἀνθ. Π. 11. 389· ― [[καθόλου]], [[μανία]], [[παραφροσύνη]], Σοφ. Ἀντ. 1002, Εὐρ. Ὀρ. 791, Βάκχ. 665, κτλ· ἐν τῷ πληθ., μαινόμενοι οἶστροι Ι. Α. 548 (ἴδε [[οἰστράω]]).
|lstext='''οἶστρος''': ὁ, ἔντομόν τι, [[εἶδος]] μυίας «βοϊδόμυια», Λατιν. asilus, πιθαν. Tabanus buvinus, ἔντομον [[ὅπερ]] καταδιώκει καὶ λυσσώδη διὰ τοῦ κεντήματος ποιεῖ τὰ κτήνη, τὰς μὲν τ’ [[αἰόλος]] [[οἶστρος]] ἐφορμηθεὶς ἐδόνησεν, ὥρῃ ἐν εἰαρινῇ Ὀδ. Χ. 300· περὶ τῆς μυίας ἥτις ἐβασάνιζε τὴν Ἰώ, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 541, Πρ. 567 κἑξ., ἥτις καλεῖται καὶ [[μύωψ]], αὐτόθ. 675, Ἱκέτ. 308· ― ἀλλὰ διακρίνει αὐτὰς ὁ Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 5, 13., 8. 11, 1· πρβλ. καὶ [[ἐμπίς]]. 2) ἔντομόν τι [[ὅπερ]] καταδιώκει καὶ καταπονεῖ τὸν ἰχθὺν θύννον, [[αὐτόθι]] 5. 31, 8, 8. 19, 11. 3) [[εἶδος]] μικροῦ ἐντομοφάγου πτηνοῦ, [[εἶδος]] τροχίλου, [[ἴσως]] Sylvia trochilus, [[αὐτόθι]] 3. 8, 5. ΙΙ. μεταφορ., [[κέντρον]], πᾶν ὅ,τι ἐρεθίζει εἰς μανίαν, [[οἶστρος]] κεραυνοῦ Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 862· οἴστροις Ἐρινύων ὁ αὐτ. ἐν Ι. Τ. 1456, πρβλ. Ὀρ. 791· ἀπολ., τὸ [[κέντημα]] ἀλγηδόνος, [[ἀγωνία]], Σοφ. Τρ. 1254. 2) πᾶσα σφοδρὰ ἐπιθυμία, [[μανιώδης]] [[πόθος]], ἔκφρον [[πάθος]], Ἡρόδ. 2. 93, Εὐρ. Ἱππ. 1300, Πλάτ. Πολ. 577Ε, κτλ· [[μετὰ]] γενικ. ἀντικειμ., κτεάνων, [[πάθος]] πρὸς κτῆσιν πλούτου, Ἀνθ. Π. 11. 389· ― [[καθόλου]], [[μανία]], [[παραφροσύνη]], Σοφ. Ἀντ. 1002, Εὐρ. Ὀρ. 791, Βάκχ. 665, κτλ· ἐν τῷ πληθ., μαινόμενοι οἶστροι Ι. Α. 548 (ἴδε [[οἰστράω]]).
}}
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br /><b>1</b> taon, <i>insecte</i>;<br /><b>2</b> <i>p. ext.</i> aiguillon ; piqûre ; transport de fureur, de douleur, de désir.<br />'''Étymologie:''' [[οἴσω]] ; cf. [[ὀϊστός]] ; <i>lat.</i> ir-a (Plaute eir-a).
}}
}}

Revision as of 20:04, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: οἶστρος Medium diacritics: οἶστρος Low diacritics: οίστρος Capitals: ΟΙΣΤΡΟΣ
Transliteration A: oîstros Transliteration B: oistros Transliteration C: oistros Beta Code: oi)=stros

English (LSJ)

ὁ,

   A gadfly, breese, prob. Tabanus bovinus, an insect which infests cattle, τὰς μέν τ' αἰόλος οἶ. ἐφορμηθεὶς ἐδόνησεν, ὥρῃ ἐν εἰαρινῇ Od.22.300 ; of the fly that tormented Io, A.Supp.541(lyr.), Pr.567 sq. (lyr.) (also called μύωψ, ib.675, Supp.308 : but the two are distd. by Arist.HA490a20,596b14).    2 an insect that infests tunny-fish, prob. Brachiella thynni, ib.557a27,602a28.    3 a small insectivorous bird, perh. Sylvia trochilus, ib.592b22.    II metaph., a sting, anything that drives mad, κεραυνοῦ οἶ. E.HF862 ; οἴστροις Ἐρινύων Id.IT1456 : abs., the smart of pain, agony, S.Tr.1254.    2 any vehement desire, insane passion, Hdt.2.93, E.Hipp.1300, Pl.R.577e, etc.; ὄρεξις μετὰ οἴστρου καὶ ἀδημονίας Epicur.Fr.483 : c. gen. objecti, κτεάνων for wealth, AP11.389 (Lucill.): generally, madness. frenzy, S.Ant.1002, E.Or.791 : pl., Id.Ba.665 ; μανιάδες οἶ. Id.IA548(lyr.).    3 in good sense, zeal, οἶ. εἰς πᾶν ἀγαθὸν ἔργον PMasp.3.13(vi A. D.).    III a throw at dice, Eub.57.5.

German (Pape)

[Seite 313] ὁ (verwandt mit ὀϊστός), oestrus, die Bremse, die das Vieh verfolgt und plagt, ὥρῃ ἐν εἰαρινῇ, Od. 22, 300; Plut. de discr. ad. et. am. 16 u. a. Sp.; Aesch. oft bei der in die Kuh verwandelten Io, Ἰὼ οἴστρῳ ἐρεσσομένα, Suppl. 536, οἴστρου δ' ἄρδις χρίει μ' ἄπυρος, Prom. 881. 566; daher Stich, Stachel, auch übertr. von heftigen Leidenschaften, πρὶν ἐμπεσεῖν σπαραγμὸν ἤ τιν' οἶστρον, Soph. Trach. 1244, κακῷ κλάζοντες οἴστρῳ καὶ βεβαρβαρωμένῳ, Ant. 989, Schol. μανίᾳ, von dem wüthenden, Unglück prophezeienden Geschrei der Vögel; oft Eur., σῆς γυναικὸς οἶστρον Hipp. 1300, μὴ θεαί μ' οἴστρῳ κατάσχωσι, Or. 789; sp. D., bes. von Liebesraserei, τινός, Add. 8 (VII, 51); Anacr. 31, 28. 59, 15; von Fischen, ἐπεάν σφεας ἐςίῃ οἶστρος κυΐσκεσθαι, Her. 2, 93; ὑπ' ἀνάγκης τε καὶ οἴστρου ἐλαύνεται, Plat. Phaedr. 240 d, vgl. Rep. IX, 577 e; οἶστρός τις κινεῖ σε ἐμφυόμενος ἐκ παλαιῶν ἀδικημάτων, Stachel, Legg. IX, 854 b; Sp., im plur. neben πτοῖαι καὶ φυγαί Plut. de prof. virt. sent. p. 262.

Greek (Liddell-Scott)

οἶστρος: ὁ, ἔντομόν τι, εἶδος μυίας «βοϊδόμυια», Λατιν. asilus, πιθαν. Tabanus buvinus, ἔντομον ὅπερ καταδιώκει καὶ λυσσώδη διὰ τοῦ κεντήματος ποιεῖ τὰ κτήνη, τὰς μὲν τ’ αἰόλος οἶστρος ἐφορμηθεὶς ἐδόνησεν, ὥρῃ ἐν εἰαρινῇ Ὀδ. Χ. 300· περὶ τῆς μυίας ἥτις ἐβασάνιζε τὴν Ἰώ, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 541, Πρ. 567 κἑξ., ἥτις καλεῖται καὶ μύωψ, αὐτόθ. 675, Ἱκέτ. 308· ― ἀλλὰ διακρίνει αὐτὰς ὁ Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 5, 13., 8. 11, 1· πρβλ. καὶ ἐμπίς. 2) ἔντομόν τι ὅπερ καταδιώκει καὶ καταπονεῖ τὸν ἰχθὺν θύννον, αὐτόθι 5. 31, 8, 8. 19, 11. 3) εἶδος μικροῦ ἐντομοφάγου πτηνοῦ, εἶδος τροχίλου, ἴσως Sylvia trochilus, αὐτόθι 3. 8, 5. ΙΙ. μεταφορ., κέντρον, πᾶν ὅ,τι ἐρεθίζει εἰς μανίαν, οἶστρος κεραυνοῦ Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 862· οἴστροις Ἐρινύων ὁ αὐτ. ἐν Ι. Τ. 1456, πρβλ. Ὀρ. 791· ἀπολ., τὸ κέντημα ἀλγηδόνος, ἀγωνία, Σοφ. Τρ. 1254. 2) πᾶσα σφοδρὰ ἐπιθυμία, μανιώδης πόθος, ἔκφρον πάθος, Ἡρόδ. 2. 93, Εὐρ. Ἱππ. 1300, Πλάτ. Πολ. 577Ε, κτλ· μετὰ γενικ. ἀντικειμ., κτεάνων, πάθος πρὸς κτῆσιν πλούτου, Ἀνθ. Π. 11. 389· ― καθόλου, μανία, παραφροσύνη, Σοφ. Ἀντ. 1002, Εὐρ. Ὀρ. 791, Βάκχ. 665, κτλ· ἐν τῷ πληθ., μαινόμενοι οἶστροι Ι. Α. 548 (ἴδε οἰστράω).

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
1 taon, insecte;
2 p. ext. aiguillon ; piqûre ; transport de fureur, de douleur, de désir.
Étymologie: οἴσω ; cf. ὀϊστός ; lat. ir-a (Plaute eir-a).