ὀψίζω: Difference between revisions
ἔστιν δέ που ἡ μὲν ἐπὶ σώμασι γυμναστική, ἡ δ' ἐπὶ ψυχῇ μουσική → I think I am right in saying that we have physical exercise for the body and the arts for the soul
(6_13a) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὀψίζω''': μέλλ. -ίσω, (ὀψὲ) [[πράττω]] τι ἀργά, [[ὑπάγω]] ἢ [[ἔρχομαι]] ἀργά, Ξεν. Ἀν. 4. 5, 5, Ἑλλ. 6. 5, 21· οὕτω καὶ ἐν τῷ παθητ., ὀψίζομαι ἐν ταῖς ὁδοῖς, [[διαμένω]] ἀργὰ τὴν νύκτα ἐν ταῖς ὁδοῖς Λυσ. Ἀποσπ. 8, πρβλ. Ξεν. Κυν. 6, 4· ὑπὸ θήρας ὀψισθέντες, καταληφθέντες ὑπὸ τῆς νυκτός, ὁ αὐτ. ἐν Λακ. 6, 4. | |lstext='''ὀψίζω''': μέλλ. -ίσω, (ὀψὲ) [[πράττω]] τι ἀργά, [[ὑπάγω]] ἢ [[ἔρχομαι]] ἀργά, Ξεν. Ἀν. 4. 5, 5, Ἑλλ. 6. 5, 21· οὕτω καὶ ἐν τῷ παθητ., ὀψίζομαι ἐν ταῖς ὁδοῖς, [[διαμένω]] ἀργὰ τὴν νύκτα ἐν ταῖς ὁδοῖς Λυσ. Ἀποσπ. 8, πρβλ. Ξεν. Κυν. 6, 4· ὑπὸ θήρας ὀψισθέντες, καταληφθέντες ὑπὸ τῆς νυκτός, ὁ αὐτ. ἐν Λακ. 6, 4. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=faire qch tard, venir tard;<br /><i><b>Moy.</b></i> ὀψίζομαι (<i>ao.</i> ὠψίσθην) faire qch <i>ou</i> venir tard dans la soirée.<br />'''Étymologie:''' [[ὀψέ]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:05, 9 August 2017
English (LSJ)
(ὀψέ)
A do, go, or come late, X.An.4.5.5, HG6.5.21, Plu.Lyc. 12:—Pass., ὀψίζεσθαι ἐν ταῖς ὁδοῖς to be in the streets late at night, Lys.Fr.18, cf. X.Cyn.6.4; ὑπὸ θήρας ὀψισθέντες belated, benighted, Id.Lac.6.4; ὠψίσθημεν τῆς ἀναγωγῆς Hld.5.22.
German (Pape)
[Seite 432] spät thun, spät od. zu spät kommen, Xen. Hell. 6, 5, 21 u. öfter, u. Sp.; – pass. sich verspäten, ὀψίζεσθαι ἐν ταῖς ὁδοῖς, noch spät Abends auf den Straßen sein, Lys. bei B. A. 110; Xen. Cyn. 6, 4; ὀψισθέντες, Lac. 6, 4.
Greek (Liddell-Scott)
ὀψίζω: μέλλ. -ίσω, (ὀψὲ) πράττω τι ἀργά, ὑπάγω ἢ ἔρχομαι ἀργά, Ξεν. Ἀν. 4. 5, 5, Ἑλλ. 6. 5, 21· οὕτω καὶ ἐν τῷ παθητ., ὀψίζομαι ἐν ταῖς ὁδοῖς, διαμένω ἀργὰ τὴν νύκτα ἐν ταῖς ὁδοῖς Λυσ. Ἀποσπ. 8, πρβλ. Ξεν. Κυν. 6, 4· ὑπὸ θήρας ὀψισθέντες, καταληφθέντες ὑπὸ τῆς νυκτός, ὁ αὐτ. ἐν Λακ. 6, 4.
French (Bailly abrégé)
faire qch tard, venir tard;
Moy. ὀψίζομαι (ao. ὠψίσθην) faire qch ou venir tard dans la soirée.
Étymologie: ὀψέ.