πευκήεις: Difference between revisions
ἄνθρωπος ὢν ἥμαρτον· οὐ θαυμαστέον → being human I made a mistake; there is nothing remarkable about it
(6_6) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πευκήεις''': Δωρ. [[πευκάεις]], εσσα, ἐν, [[κατάφυτος]] ἐκ πευκῶν [[οὔρεα]] Διον. Π. 678· [[νῆσος]] Ὀρφ. Ἀργ. 1187. 2) ὁ ἐκ πεύκης ἢ ἐκ ξύλου πεύκης, π. [[σκάφος]] Εὐρ. Ἀνδρ. 863· πευκάενθ’ Ἥφαιστον, τὸ πῦρ τῶν ἐκ πεύκης πυρσῶν, Σοφ. Ἀντ. 123. ΙΙ. μεταφορ., διαπεραστικός, ὀξὺς (ἴδε [[πεύκη]] ἐν τέλ.), πευκήεντ’ ὀλολυγμὸν Αἰσχύλ. Χο. 385 (τὰ Ἀντίγραφα· ἀλλ’ ὁ Δινδ. [[χάριν]] τοῦ μέτρου διορθοῖ πῠκάεντ’ ἐκ τοῦ Θεογνώστ. σ. 23, [[ὅστις]] μνημονεύει λέξιν πῠκᾶες, ἥν ἑρμηνεύει ἰσχυρόν)· π. κέντρα Ὀππ. Ἁλ. 2. 457. | |lstext='''πευκήεις''': Δωρ. [[πευκάεις]], εσσα, ἐν, [[κατάφυτος]] ἐκ πευκῶν [[οὔρεα]] Διον. Π. 678· [[νῆσος]] Ὀρφ. Ἀργ. 1187. 2) ὁ ἐκ πεύκης ἢ ἐκ ξύλου πεύκης, π. [[σκάφος]] Εὐρ. Ἀνδρ. 863· πευκάενθ’ Ἥφαιστον, τὸ πῦρ τῶν ἐκ πεύκης πυρσῶν, Σοφ. Ἀντ. 123. ΙΙ. μεταφορ., διαπεραστικός, ὀξὺς (ἴδε [[πεύκη]] ἐν τέλ.), πευκήεντ’ ὀλολυγμὸν Αἰσχύλ. Χο. 385 (τὰ Ἀντίγραφα· ἀλλ’ ὁ Δινδ. [[χάριν]] τοῦ μέτρου διορθοῖ πῠκάεντ’ ἐκ τοῦ Θεογνώστ. σ. 23, [[ὅστις]] μνημονεύει λέξιν πῠκᾶες, ἥν ἑρμηνεύει ἰσχυρόν)· π. κέντρα Ὀππ. Ἁλ. 2. 457. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ήεσσα, ῆεν;<br /><b>1</b> fait de bois de pin ; [[Ἥφαιστος]] SOPH feu de torches résineuses;<br /><b>2</b> perçant, piquant, aigu <i>fig. en parl. de hurlements de douleur</i>.<br />'''Étymologie:''' [[πεύκη]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:06, 9 August 2017
English (LSJ)
Dor. πευκ-άεις, εσσα, εν,
A pine-covered, οὔρεα D.P.678; νῆσος Orph.A.1189. 2 of pine or pine-wood, π. σκάφος E.Andr.863 (lyr.); πευκάενθ' Ἥφαιστον the fire of pine-torches, S.Ant.123 (lyr.). II metaph., sharp, piercing, πευκήεντ' ὀλολυγμόν A.Ch.386 (lyr., codd.; Dind. metri gr. πῠκάεντ', cf. πυκᾶες· ἰσχυρόν, Theognost.Can.23, but πεύκαες· τὸ πικρόν, Hdn.Gr.1.394); πευκᾶεν σέλας ἀστραπῆς A.Fr.25 A; π. κέντρα Opp. H.2.457.
German (Pape)
[Seite 607] εσσα, εν, mit Fichten bewachsen, sichtenreich; οὔρεα, D. Per. 678; νῆσος, Orph. Arg. 1194; aus Fichten gemacht, Ἥφαιστος, d. i. das Feuer der Pechfackeln, Soph. Ant. 123; σκάφος, Eur. Andr. 864; sp. D. – Uebh. scharf durchdringend, herb u. spitz, ὀλολυγμός Aesch. Ch. 381, auch κέντρα, Opp. Hal. 2, 457.
Greek (Liddell-Scott)
πευκήεις: Δωρ. πευκάεις, εσσα, ἐν, κατάφυτος ἐκ πευκῶν οὔρεα Διον. Π. 678· νῆσος Ὀρφ. Ἀργ. 1187. 2) ὁ ἐκ πεύκης ἢ ἐκ ξύλου πεύκης, π. σκάφος Εὐρ. Ἀνδρ. 863· πευκάενθ’ Ἥφαιστον, τὸ πῦρ τῶν ἐκ πεύκης πυρσῶν, Σοφ. Ἀντ. 123. ΙΙ. μεταφορ., διαπεραστικός, ὀξὺς (ἴδε πεύκη ἐν τέλ.), πευκήεντ’ ὀλολυγμὸν Αἰσχύλ. Χο. 385 (τὰ Ἀντίγραφα· ἀλλ’ ὁ Δινδ. χάριν τοῦ μέτρου διορθοῖ πῠκάεντ’ ἐκ τοῦ Θεογνώστ. σ. 23, ὅστις μνημονεύει λέξιν πῠκᾶες, ἥν ἑρμηνεύει ἰσχυρόν)· π. κέντρα Ὀππ. Ἁλ. 2. 457.
French (Bailly abrégé)
ήεσσα, ῆεν;
1 fait de bois de pin ; Ἥφαιστος SOPH feu de torches résineuses;
2 perçant, piquant, aigu fig. en parl. de hurlements de douleur.
Étymologie: πεύκη.