στρατηγικός: Difference between revisions

From LSJ

ὅσον ἀπὸ τοῦ ἱεροῦ ἐφεωρᾶτο τῆς νήσου → as much of the island as was in view from the temple

Source
(6_11)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''στρᾰτηγικός''': -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς στρατηγόν, [[πρᾶξις]] Πλάτ. Πολιτ. 304Ε· [[ἐπιστήμη]], [[δύναμις]] Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 1. 1, 2., 1. 6, 4, κτλ.· ἔργα Ξεν. Οἰκ. 20, 6· σκηνὴ Πλουτ. Λούκουλλ. 16· - ἡ στρατηγικὴ (ἐξυπακ. [[τέχνη]]) [[στρατηγία]] ΙΙ, Πλάτ. Εὐθύδ. 290D, κτλ.· - οὕτω, τὰ στρατηγικὰ Ξεν. Κύρ. 1. 6, 12, Ἰσοκρ. 103C· [[ὡσαύτως]], [[πραγματεία]] περὶ στρατηγίας, Διογ. Λ. 5. 80. ΙΙ. ἀπὶ προσώπων, [[ἐπιτήδειος]] ἢ [[ἁρμόδιος]] εἰς στρατηγίαν, πεπειραμένος εἰς τὸ στρατηγεῖν καὶ πεπαιδευμένος, Πλάτ. Γοργ. 455C, Ξεν. Κύρ. 8. 4, 7, Ἀπομν. 1. 1, 8, κτλ. - Ἐπίρρ. -κῶς, εὖ καὶ στρ. Ἀριστοφ. Ὄρν. 362· συγκρ. -ώτερον, Πολύβ. 10. 32, 7. 2) ἐν Ρώμῃ, [[πραιτωριανός]], Στράβ. 684, Πλουτ. Ὄθων 9.
|lstext='''στρᾰτηγικός''': -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς στρατηγόν, [[πρᾶξις]] Πλάτ. Πολιτ. 304Ε· [[ἐπιστήμη]], [[δύναμις]] Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 1. 1, 2., 1. 6, 4, κτλ.· ἔργα Ξεν. Οἰκ. 20, 6· σκηνὴ Πλουτ. Λούκουλλ. 16· - ἡ στρατηγικὴ (ἐξυπακ. [[τέχνη]]) [[στρατηγία]] ΙΙ, Πλάτ. Εὐθύδ. 290D, κτλ.· - οὕτω, τὰ στρατηγικὰ Ξεν. Κύρ. 1. 6, 12, Ἰσοκρ. 103C· [[ὡσαύτως]], [[πραγματεία]] περὶ στρατηγίας, Διογ. Λ. 5. 80. ΙΙ. ἀπὶ προσώπων, [[ἐπιτήδειος]] ἢ [[ἁρμόδιος]] εἰς στρατηγίαν, πεπειραμένος εἰς τὸ στρατηγεῖν καὶ πεπαιδευμένος, Πλάτ. Γοργ. 455C, Ξεν. Κύρ. 8. 4, 7, Ἀπομν. 1. 1, 8, κτλ. - Ἐπίρρ. -κῶς, εὖ καὶ στρ. Ἀριστοφ. Ὄρν. 362· συγκρ. -ώτερον, Πολύβ. 10. 32, 7. 2) ἐν Ρώμῃ, [[πραιτωριανός]], Στράβ. 684, Πλουτ. Ὄθων 9.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br /><b>1</b> qui concerne un général, de général ; τὰ στρατηγικά (ἔργα) la tactique <i>ou</i> les manœuvres du général;<br /><b>2</b> habile à commander;<br /><b>3</b> <i>postér.</i> qui exerce <i>ou</i> a exercé les fonctions de général;<br /><i>Cp.</i> στρατηγικώτερος, <i>Sp.</i> στρατηγικώτατος.<br />'''Étymologie:''' [[στρατηγός]].
}}
}}

Revision as of 20:07, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στρᾰτηγικός Medium diacritics: στρατηγικός Low diacritics: στρατηγικός Capitals: ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΟΣ
Transliteration A: stratēgikós Transliteration B: stratēgikos Transliteration C: stratigikos Beta Code: strathgiko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A of or for a general, πρᾶξις Pl.Plt.304e; [ἐπιστήμη] Arist.EN1096a32; [τέχνη] ib. 1094a9; ἔργα X.Oec.20.6; οἴκησις PPetr.3p.343 (iii B.C.); κατάλυσις BGU1767.6 (i B.C.); σκηνή Plu. Luc.16; μαχαιροφόρος PGen.31.14 (ii A.D.): ἡ -κή (sc. τέχνη),= στρατηγία 11, Pl.Euthd.290d, etc.: so τὰ σ. X.Cyr.1.6.12; also a treatise on strategy, D.L.5.80; σ. βιβλία Ael.Tact.1.2.    II of persons, suited or fitted for command, general-like, versed in generalship, Pl.Grg.455c, X.Mem.1.1.8, etc.: Sup., Id.Cyr.8.4.7, Phld.Mus. p.76 K. Adv. -κῶς, εὖ καὶ σ. Ar.Av.362: Comp. -ώτερον Plb. 10.32.7.    2 at Rome, praetorian, ἐπαρχία Str.14.6.6; οἱ σ., = milites praetoriani, Plu.Oth.9; σ. βῆμα tribunal praetorium, D.H.5.28.    b = praetorius, ex-praetor, SIG840 (Olympia, ii A.D.).

German (Pape)

[Seite 951] dem Feldherrn oder zum Feldherrn gehörend, ihm geziemend, bes. geschickt zum Feldherrn, in der Feldherrnkunst erfahren; Plat. Ion 540 d Gorg. 455 c; Xen. Cyr. 8, 4, 7; ἔργα, die Werke, Pflichten des Feldherrn, 1, 6, 12; Oec. 20, 6; ἡ στρατηγική, sc. τέχνη, die Feldherrnkunst, Plat. Polit. 304 e Soph. 227 h u. oft; δύναμις, Pol. 1, 84, 6; πρόνοια, 3, 105, 9; dah. auch = listig, εὖ γ' ἀνεῦρες αὐτὸ καὶ στρατηγικῶς, Ar. Av. 362; στρατηγικῶς ἕκαστα συλλογισάμενος, Pol. 11, 16, 5; πολιτικώτερον ἢ στρατηγικώτερον ὑπὲρ τῶν παρόντων ἐβουλεύσατο, 4, 19, 5.

Greek (Liddell-Scott)

στρᾰτηγικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς στρατηγόν, πρᾶξις Πλάτ. Πολιτ. 304Ε· ἐπιστήμη, δύναμις Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 1. 1, 2., 1. 6, 4, κτλ.· ἔργα Ξεν. Οἰκ. 20, 6· σκηνὴ Πλουτ. Λούκουλλ. 16· - ἡ στρατηγικὴ (ἐξυπακ. τέχνη) στρατηγία ΙΙ, Πλάτ. Εὐθύδ. 290D, κτλ.· - οὕτω, τὰ στρατηγικὰ Ξεν. Κύρ. 1. 6, 12, Ἰσοκρ. 103C· ὡσαύτως, πραγματεία περὶ στρατηγίας, Διογ. Λ. 5. 80. ΙΙ. ἀπὶ προσώπων, ἐπιτήδειοςἁρμόδιος εἰς στρατηγίαν, πεπειραμένος εἰς τὸ στρατηγεῖν καὶ πεπαιδευμένος, Πλάτ. Γοργ. 455C, Ξεν. Κύρ. 8. 4, 7, Ἀπομν. 1. 1, 8, κτλ. - Ἐπίρρ. -κῶς, εὖ καὶ στρ. Ἀριστοφ. Ὄρν. 362· συγκρ. -ώτερον, Πολύβ. 10. 32, 7. 2) ἐν Ρώμῃ, πραιτωριανός, Στράβ. 684, Πλουτ. Ὄθων 9.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
1 qui concerne un général, de général ; τὰ στρατηγικά (ἔργα) la tactique ou les manœuvres du général;
2 habile à commander;
3 postér. qui exerce ou a exercé les fonctions de général;
Cp. στρατηγικώτερος, Sp. στρατηγικώτατος.
Étymologie: στρατηγός.