πορφυροειδής: Difference between revisions
From LSJ
οἱ τοῖς πέλας ἐπιβουλεύοντες, λανθάνουσι πολλὰκις ὑφ' ἑτέρων τοῦτ' αὐτὸ πάσχοντες → when people plot against their neighbours, they fall victim to the same sort of plot themselves
(6_7) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πορφῠροειδής''': -ές, [[ὅμοιος]] πορφύρᾳ, κλίνων εἰς τὸ πορφυροῦν, [[λίμνη]] Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 529· ἃλς Εὐρ. Τρῳ. 124, πρβλ. Ἀριστ. π. Χρωμ. 2. 4· καὶ ἴδε [[πορφύρω]]. Ἐπίρρ. -δῶς, Διοσκ. 1. 99. | |lstext='''πορφῠροειδής''': -ές, [[ὅμοιος]] πορφύρᾳ, κλίνων εἰς τὸ πορφυροῦν, [[λίμνη]] Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 529· ἃλς Εὐρ. Τρῳ. 124, πρβλ. Ἀριστ. π. Χρωμ. 2. 4· καὶ ἴδε [[πορφύρω]]. Ἐπίρρ. -δῶς, Διοσκ. 1. 99. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ής, ές :<br />semblable à la pourpre.<br />'''Étymologie:''' [[πορφύρα]], [[εἶδος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:08, 9 August 2017
English (LSJ)
ές,
A purply, λίμνα A.Supp.529 (lyr.); ἅλς E.Tr.124 (lyr.), cf. Arist. Col.792a17. Adv. -δῶς Dsc.1.73.
German (Pape)
[Seite 686] ές, der Purpurschnecke, Purpurfarbe ähnlich, λίμνη Aesch. Suppl. 524, wie ἅλς Eur. Troad. 124. Vgl. πορφύρεος.
Greek (Liddell-Scott)
πορφῠροειδής: -ές, ὅμοιος πορφύρᾳ, κλίνων εἰς τὸ πορφυροῦν, λίμνη Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 529· ἃλς Εὐρ. Τρῳ. 124, πρβλ. Ἀριστ. π. Χρωμ. 2. 4· καὶ ἴδε πορφύρω. Ἐπίρρ. -δῶς, Διοσκ. 1. 99.