προθέλυμνος: Difference between revisions
ἐπὶ ξυροῦ γὰρ ἀκμῆς ἔχεται ἡμῖν τὰ πρήγματα → our affairs are balanced on a razor's edge, our affairs are set upon the razor's edge
(6_15) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''προθέλυμνος''': -ον, (θέλυμνον) ἐκ τῶν θεμελίων, τῆς ῥίζης, ὡς τὸ [[πρόρριζος]]· προθελύμνους ἕλκετο χαίτας, ἔτιλλε τὰς τρίχας ἐκ τῶν ῥιζῶν, Ἰλ. Κ. 15· προθέλυμνα [[χαμαὶ]] [[βάλε]] δένδρεα, ἔρριπτε [[χαμαὶ]] δένδρα [[μετὰ]] τῆς ῥίζης, Ι. 541· ― ἀλλ’ ἡ [[ἔννοια]] [[εἶναι]] [[διάφορος]] ἐν τῷ ἑπομένῳ χωρίῳ τῆς Ἰλιάδος Ν. 130, [[σάκος]] σάκεϊ προθελύμνῳ, πυκνῷ, ἀλλεπαλλήλῳ: ― [[θέλυμνα]] δὲ κατὰ τινας [[εἶναι]] αἱ πτυχαὶ τῶν ἀσπίδων (πρβλ. [[τετραθέλυμνος]])· καὶ οὕτω πλεῖστοι τῶν παλαιῶν ἑρμηνευτῶν ἑρμηνεύουσι διὰ τοῦ [[ἐπάλληλος]], [[συνεχής]]. ― Οἱ [[μετέπειτα]] συγγραφεῖς ἐχρῶντο τῇ λέξει ἀείποτε ἐπὶ τῆς σημασίας τοῦ [[πρόρριζος]], ἐφόρει τὰς [[δρῦς]] προθελύμνους Ἀριστοφ. Ἱππ. 528· προθέλυμνόν μ’ ἀπώλεσας ὁ αὐτ. ἐν Εἰρ. 1210, πρβλ. Καλλ. εἰς Δῆλ. 134, Τρυφ. (ὀρθότ. Τριφ-) 397, Ἀνθ. Π. 1. 26. ― Λέξις ποιητ., εὑρισκομένη καὶ παρὰ μεταγεν. πεζογράφοις, πρ. ἐκκοπὴ προοίμ. εἰς Ἀριστοφ. π. Φυτ., Βυζ. | |lstext='''προθέλυμνος''': -ον, (θέλυμνον) ἐκ τῶν θεμελίων, τῆς ῥίζης, ὡς τὸ [[πρόρριζος]]· προθελύμνους ἕλκετο χαίτας, ἔτιλλε τὰς τρίχας ἐκ τῶν ῥιζῶν, Ἰλ. Κ. 15· προθέλυμνα [[χαμαὶ]] [[βάλε]] δένδρεα, ἔρριπτε [[χαμαὶ]] δένδρα [[μετὰ]] τῆς ῥίζης, Ι. 541· ― ἀλλ’ ἡ [[ἔννοια]] [[εἶναι]] [[διάφορος]] ἐν τῷ ἑπομένῳ χωρίῳ τῆς Ἰλιάδος Ν. 130, [[σάκος]] σάκεϊ προθελύμνῳ, πυκνῷ, ἀλλεπαλλήλῳ: ― [[θέλυμνα]] δὲ κατὰ τινας [[εἶναι]] αἱ πτυχαὶ τῶν ἀσπίδων (πρβλ. [[τετραθέλυμνος]])· καὶ οὕτω πλεῖστοι τῶν παλαιῶν ἑρμηνευτῶν ἑρμηνεύουσι διὰ τοῦ [[ἐπάλληλος]], [[συνεχής]]. ― Οἱ [[μετέπειτα]] συγγραφεῖς ἐχρῶντο τῇ λέξει ἀείποτε ἐπὶ τῆς σημασίας τοῦ [[πρόρριζος]], ἐφόρει τὰς [[δρῦς]] προθελύμνους Ἀριστοφ. Ἱππ. 528· προθέλυμνόν μ’ ἀπώλεσας ὁ αὐτ. ἐν Εἰρ. 1210, πρβλ. Καλλ. εἰς Δῆλ. 134, Τρυφ. (ὀρθότ. Τριφ-) 397, Ἀνθ. Π. 1. 26. ― Λέξις ποιητ., εὑρισκομένη καὶ παρὰ μεταγεν. πεζογράφοις, πρ. ἐκκοπὴ προοίμ. εἰς Ἀριστοφ. π. Φυτ., Βυζ. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> arraché jusqu’au fondement, extirpé jusqu’à la racine;<br /><b>2</b> solidement fixé, solide.<br />'''Étymologie:''' [[πρό]], [[θέλυμνα]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:08, 9 August 2017
English (LSJ)
ον, (θέλυμνον)
A from the foundations, from or by the roots, προθελύμνους ἕλκετο χαίτας he tore his hair out by the roots, Il. 10.15, cf. Q.S.3.411; προθέλυμνα χαμαὶ βάλε δένδρεα he threw to earth trees uprooted, Il.9.541; ἐφόρει τὰς δρῦς . . προθελύμνους Ar.Eq. 528; προθέλυμνόν μ' ἀπώλεσας Id.Pax1210, cf. Call.Del.134, Q.S. 6.331, Tryph.397. II perh. close-packed, of shields overlapping in the phalanx, φράξαντες σάκος σάκεϊ προθελύμνῳ Il.13.130; expld. by Gramm. as = ἐπάλληλος, συνεχής, and so used by Nonn.D.22.183; also πέτρην προθέλυμνον ἐπασσυτέρῃ θέτο πέτρῃ ib.2.374.
German (Pape)
[Seite 723] von Grund u. Boden aus, wie es Hom. selbst erkl., wenn er sagt πολλὰ δ' ὅγε προθέλυμνα χαμαὶ βάλε δένδρεα μακρὰ αὐτῇσι ῥίζῃσι, Il. 9, 541; so auch πολλὰς δ' ἐκ κεφαλῆς προθελύμνους ἕλκετο χαίτας, 10, 15, er raufte sich die Haare mit der Wurzel aus; aber 13, 130, φράξαντες δόρυ δουρί, σάκος σάκεϊ προθελύμνῳ, Schild an Schild drängend, scheint, wie in τετραθέλυμνος an die Schichten der Schilder von Leder und Metall zu denken, der wohl-, starkgeschichtete Schild zu sein, wenn nicht das dichte Aneinanderschließen damit bezeichnet ist, daß ein Schild gleichsam auf dem andern gegründet aufliegt und so eine Mauer gegen den Feind gebildet wird, wie die testudo der Römer in ähnlicher Weise; Ar. vrbdt ἐφόρει τὰς δρῦς καὶ τὰς πλατάνους καὶ τοὺς ἐχθροὺς προθελύμνους, Equ. 526; ὡς προθέλυμνόν μ' ἀπώλεσας, Pax 1176, mit Stumpf und Stiel zu Grunde richten.
Greek (Liddell-Scott)
προθέλυμνος: -ον, (θέλυμνον) ἐκ τῶν θεμελίων, τῆς ῥίζης, ὡς τὸ πρόρριζος· προθελύμνους ἕλκετο χαίτας, ἔτιλλε τὰς τρίχας ἐκ τῶν ῥιζῶν, Ἰλ. Κ. 15· προθέλυμνα χαμαὶ βάλε δένδρεα, ἔρριπτε χαμαὶ δένδρα μετὰ τῆς ῥίζης, Ι. 541· ― ἀλλ’ ἡ ἔννοια εἶναι διάφορος ἐν τῷ ἑπομένῳ χωρίῳ τῆς Ἰλιάδος Ν. 130, σάκος σάκεϊ προθελύμνῳ, πυκνῷ, ἀλλεπαλλήλῳ: ― θέλυμνα δὲ κατὰ τινας εἶναι αἱ πτυχαὶ τῶν ἀσπίδων (πρβλ. τετραθέλυμνος)· καὶ οὕτω πλεῖστοι τῶν παλαιῶν ἑρμηνευτῶν ἑρμηνεύουσι διὰ τοῦ ἐπάλληλος, συνεχής. ― Οἱ μετέπειτα συγγραφεῖς ἐχρῶντο τῇ λέξει ἀείποτε ἐπὶ τῆς σημασίας τοῦ πρόρριζος, ἐφόρει τὰς δρῦς προθελύμνους Ἀριστοφ. Ἱππ. 528· προθέλυμνόν μ’ ἀπώλεσας ὁ αὐτ. ἐν Εἰρ. 1210, πρβλ. Καλλ. εἰς Δῆλ. 134, Τρυφ. (ὀρθότ. Τριφ-) 397, Ἀνθ. Π. 1. 26. ― Λέξις ποιητ., εὑρισκομένη καὶ παρὰ μεταγεν. πεζογράφοις, πρ. ἐκκοπὴ προοίμ. εἰς Ἀριστοφ. π. Φυτ., Βυζ.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 arraché jusqu’au fondement, extirpé jusqu’à la racine;
2 solidement fixé, solide.
Étymologie: πρό, θέλυμνα.