πρόκοιτος: Difference between revisions
From LSJ
νόησε δὲ δῖος Ὀδυσσεὺς σαίνοντάς τε κύνας, περί τε κτύπος ἦλθε ποδοῖιν → godly Odysseus heard the fawning of dogs, and on top of that came the beat of two feet
(6_14) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πρόκοιτος''': ὁ, ([[κοίτη]]) ὁ φυλάττων ὡς φρουρὸς [[ἔμπροσθεν]] θέσεώς τινος, Λατ. excubitor, Πολύβ. 20. 11, 5, Δίων Κ. 67. 15, κτλ.· ― ὡς ἐπίθ., πρ. τῆς φρουρᾶς [[κύων]] Πλούτ. 2. 325Β. | |lstext='''πρόκοιτος''': ὁ, ([[κοίτη]]) ὁ φυλάττων ὡς φρουρὸς [[ἔμπροσθεν]] θέσεώς τινος, Λατ. excubitor, Πολύβ. 20. 11, 5, Δίων Κ. 67. 15, κτλ.· ― ὡς ἐπίθ., πρ. τῆς φρουρᾶς [[κύων]] Πλούτ. 2. 325Β. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ου (ὁ) :<br />qui couche devant la maison (chien).<br />'''Étymologie:''' [[πρό]], κοιτή. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:08, 9 August 2017
English (LSJ)
ὁ, (κοίτη)
A one who keeps watch before a place: Pl., pickets, Id.20.11.5: Adj., τοὺς π. τῆς φρουρᾶς κύνας Plu.2.325c. II chamberlain, D.C.67.15 (but prob. f.l. for πρόκριτος (q.v.) in 78.14).
German (Pape)
[Seite 730] vorn od. vor dem Hause schlafend od. Wache haltend, excubitor, Pol. 11, 5 u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
πρόκοιτος: ὁ, (κοίτη) ὁ φυλάττων ὡς φρουρὸς ἔμπροσθεν θέσεώς τινος, Λατ. excubitor, Πολύβ. 20. 11, 5, Δίων Κ. 67. 15, κτλ.· ― ὡς ἐπίθ., πρ. τῆς φρουρᾶς κύων Πλούτ. 2. 325Β.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
qui couche devant la maison (chien).
Étymologie: πρό, κοιτή.