προχοή: Difference between revisions
Ζῆν οὐκ ἄξιος, ὅτῳ μηδὲ εἷς ἐστι χρηστὸς φίλος → Life is not worth living if you do not have at least one friend.
(6_9) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''προχοή''': ἡ, ([[προχέω]]) ποιητικ. [[ὄνομα]], σχεδὸν ἀείποτε ἐν τῷ πληθ., αἱ ἐκβολαὶ (ποταμοῦ), ἐπὶ προχοῇσι διιπετέος ποταμοῖο Ἰλ. Ν. 263· ἐς ποταμοῦ προχοὰς Ὀδ. Ε. 453· ἐν προχοῇς ποταμοῦ Α. 242· ἐν προχοῇς… Ὠκεανοῖο ([[διότι]] ὁ Ὠκεανὸς ἦν ποταμὸς καθ’ Ὅμηρον) Υ. 65· Τριτωνίδος ἐν προχοαῖς λίμνας Πινδ. Π. 4. 35, πρβλ. Ἀνακρ. 27, Σιμωνίδ. 180, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 1025, Ἀποσπ. 795, Ἀριστοφ. Νεφ. 272· θερμαῖς ὕδατος μαλακοῦ πρ. Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 192· ― τὸ ἑνικὸν παρ’ Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 755. 2) = [[πρόχυσις]], [[ἀκρωτήριον]], Ἀρχέστρ. παρ’ Ἀθην. 314Ε. ΙΙ. [[σπονδή]], [[λοιβή]], Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 619. 4, πρβλ. 312. 16. | |lstext='''προχοή''': ἡ, ([[προχέω]]) ποιητικ. [[ὄνομα]], σχεδὸν ἀείποτε ἐν τῷ πληθ., αἱ ἐκβολαὶ (ποταμοῦ), ἐπὶ προχοῇσι διιπετέος ποταμοῖο Ἰλ. Ν. 263· ἐς ποταμοῦ προχοὰς Ὀδ. Ε. 453· ἐν προχοῇς ποταμοῦ Α. 242· ἐν προχοῇς… Ὠκεανοῖο ([[διότι]] ὁ Ὠκεανὸς ἦν ποταμὸς καθ’ Ὅμηρον) Υ. 65· Τριτωνίδος ἐν προχοαῖς λίμνας Πινδ. Π. 4. 35, πρβλ. Ἀνακρ. 27, Σιμωνίδ. 180, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 1025, Ἀποσπ. 795, Ἀριστοφ. Νεφ. 272· θερμαῖς ὕδατος μαλακοῦ πρ. Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 192· ― τὸ ἑνικὸν παρ’ Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 755. 2) = [[πρόχυσις]], [[ἀκρωτήριον]], Ἀρχέστρ. παρ’ Ἀθην. 314Ε. ΙΙ. [[σπονδή]], [[λοιβή]], Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 619. 4, πρβλ. 312. 16. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ῆς (ἡ) :<br />embouchure d’un fleuve ; bord, rivage de la mer, <i>propr.</i> sol qu’inonde la marée montante.<br />'''Étymologie:''' [[προχέω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:08, 9 August 2017
English (LSJ)
(A), ἡ, (προχέω) poet. noun, almost always pl.,
A outpouring, i.e. mouth, of a river, ἐπὶ προχοῇσι διιπετέος ποταμοῖο Il.17.263; ἐς ποταμοῦ προχοάς Od.5.453; ἐν προχοῇς ποταμοῦ 11.242; ἐν προχοῇς . . Ὠκεανοῖο 20.65; Τριτωνίδος ἐν προχοαῖς λίμνας Pi.P.4.20, cf. Anacr. 28 codd., B.6.3, A.Supp.1025 (lyr.), Ar.Nu.272, Theoc.Chius in FHG ii 86, Call.Fr.480, etc.; θερμαῖς ὕδατος μαλακοῦ π. A.Fr.192.8 (anap.); ὕδατος προχοὰς χειμερίους AP9.147 (Antag.): sg. is dub. l. in Hes.Op. 757; προχοὴ τῶν ὑδάτων discharge of amniotic fluid, Cat.Cod.Astr.8(4).127. 2 overflow, flood, A.R.4.271 (pl.). 3 = πρόχωσις, promontory, Archestr.Fr.40 codd.Ath. (sed leg. προβολαῖσι). II libations, IG14.1595, Porph.Marc.23, Epigr.Gr.312.16 (Smyrna).
German (Pape)
[Seite 799] ἡ, der Erguß, Ausfluß eines Stromes; ἐπὶ προχοῇσι διιπετέος ποταμοῖο, Il. 17, 263; ἐς ποταμοῦ προχοάς, Od. 5, 453; 11, 242. 20, 65; immer im plur., wie H. h. Apoll. 383 u. Pind. ἐν προχοαῖς λίμνης, P. 4, 20; Aesch. Suppl. 1005; Νείλου, Ar. Nub. 273; sp. D., wie Theocr. 4, 31; Antiphan. 7 (IX, 258); πέδιλον ἐνισχόμενον προχοῇσιν, Ap. Rh. 1, 11, wo der Schol. erkl. οἱ τόποι, καθ' οὓς οἱ ποταμοὶ συμβάλλονται τῇ θαλάσσῃ; – im sing. Hes. O. 759; – Νείλου πενταπόροις προχοαῖς, D. Per. 301.
Greek (Liddell-Scott)
προχοή: ἡ, (προχέω) ποιητικ. ὄνομα, σχεδὸν ἀείποτε ἐν τῷ πληθ., αἱ ἐκβολαὶ (ποταμοῦ), ἐπὶ προχοῇσι διιπετέος ποταμοῖο Ἰλ. Ν. 263· ἐς ποταμοῦ προχοὰς Ὀδ. Ε. 453· ἐν προχοῇς ποταμοῦ Α. 242· ἐν προχοῇς… Ὠκεανοῖο (διότι ὁ Ὠκεανὸς ἦν ποταμὸς καθ’ Ὅμηρον) Υ. 65· Τριτωνίδος ἐν προχοαῖς λίμνας Πινδ. Π. 4. 35, πρβλ. Ἀνακρ. 27, Σιμωνίδ. 180, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 1025, Ἀποσπ. 795, Ἀριστοφ. Νεφ. 272· θερμαῖς ὕδατος μαλακοῦ πρ. Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 192· ― τὸ ἑνικὸν παρ’ Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 755. 2) = πρόχυσις, ἀκρωτήριον, Ἀρχέστρ. παρ’ Ἀθην. 314Ε. ΙΙ. σπονδή, λοιβή, Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 619. 4, πρβλ. 312. 16.
French (Bailly abrégé)
ῆς (ἡ) :
embouchure d’un fleuve ; bord, rivage de la mer, propr. sol qu’inonde la marée montante.
Étymologie: προχέω.