πυξίον: Difference between revisions

From LSJ

ἔστιν δέ που ἡ μὲν ἐπὶ σώμασι γυμναστική, ἡ δ' ἐπὶ ψυχῇ μουσική → I think I am right in saying that we have physical exercise for the body and the arts for the soul

Source
(6_22)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''πυξίον''': τό, πινακὶς ἐκ ξύλου πύξου, ἐφ’ ἦς ἐζωγράφουν, Ἀναξανδρίδ. ἐν «Ζωγράφῳ» 1, πρβλ. Α. Β. 113 [[ἔνθα]]: «[[πυξίον]]: [[ὅπου]] οἱ ζωγράφοι γράφουσιν. Ἁγίας Ζωγράφῳ»: [[ὡσαύτως]] [[πινακίδιον]] πρὸς γραφήν, [[δελτίον]], Ἀριστοφάν. Ἀποσπ. 671, Λουκ. π. Ἀπαίδ. 15. ΙΙ. [[διαθήκη]], Συλλ. Ἐπιγρ. 3912, πρβλ. 3919.
|lstext='''πυξίον''': τό, πινακὶς ἐκ ξύλου πύξου, ἐφ’ ἦς ἐζωγράφουν, Ἀναξανδρίδ. ἐν «Ζωγράφῳ» 1, πρβλ. Α. Β. 113 [[ἔνθα]]: «[[πυξίον]]: [[ὅπου]] οἱ ζωγράφοι γράφουσιν. Ἁγίας Ζωγράφῳ»: [[ὡσαύτως]] [[πινακίδιον]] πρὸς γραφήν, [[δελτίον]], Ἀριστοφάν. Ἀποσπ. 671, Λουκ. π. Ἀπαίδ. 15. ΙΙ. [[διαθήκη]], Συλλ. Ἐπιγρ. 3912, πρβλ. 3919.
}}
{{bailly
|btext=ου (τό) :<br />tablette en buis pour écrire.<br />'''Étymologie:''' [[πύξος]].
}}
}}

Revision as of 20:08, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πυξίον Medium diacritics: πυξίον Low diacritics: πυξίον Capitals: ΠΥΞΙΟΝ
Transliteration A: pyxíon Transliteration B: pyxion Transliteration C: pyksion Beta Code: puci/on

English (LSJ)

τό,

   A tablet of box-wood for painting on, Anaxandr.13, Amphis 51; for writing on, Ar.Fr.845, Luc.Ind.15.    II list, hence section, division, τῷ ὀγδόῳ π. τῆς γερουσίας Judeich Altertümer von Hierapolis No.278.3, cf. 209.7 (prob.), 234.4 (pl.).

German (Pape)

[Seite 818] τό, dim. von π υξίς, bes. Schreibtafel von Burbaunholz, Luc. adv. ind. 15; LXX; auch zum Malen, Hagias in B. A. 113.

Greek (Liddell-Scott)

πυξίον: τό, πινακὶς ἐκ ξύλου πύξου, ἐφ’ ἦς ἐζωγράφουν, Ἀναξανδρίδ. ἐν «Ζωγράφῳ» 1, πρβλ. Α. Β. 113 ἔνθα: «πυξίον: ὅπου οἱ ζωγράφοι γράφουσιν. Ἁγίας Ζωγράφῳ»: ὡσαύτως πινακίδιον πρὸς γραφήν, δελτίον, Ἀριστοφάν. Ἀποσπ. 671, Λουκ. π. Ἀπαίδ. 15. ΙΙ. διαθήκη, Συλλ. Ἐπιγρ. 3912, πρβλ. 3919.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
tablette en buis pour écrire.
Étymologie: πύξος.