πύξος: Difference between revisions
πωγωνοτροφία φιλόσοφoν οὐ ποιεῖ → a long beard does not make the philosopher
(6_11) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πύξος''': ἡ, τὸ «πυξάρι», Τουρκιστὶ «τσιμισίρ», τὸ [[δένδρον]] ἢ τὸ [[ξύλον]] [[αὐτοῦ]], πρῶτον παρ’ Ἀριστ. π. Κόσμ. 6. 37, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 3. 15, 5· ἀλλ’ ἦτο γνωστὸν καὶ τῷ Ὁμήρῳ τὸ [[δένδρον]], ὡς φαίνεται ἐκ τοῦ ἐπιθ. [[πύξινος]]· τὸ [[δένδρον]] τοῦτο (πυξάρι) φύεται καὶ αὐξάνεται εἰς ἱκανὸν [[μέγεθος]] ἐν τῇ βορειοτέρᾳ Ἑλλάδι, Smith Prodr Fl. Gr. 2. 232· - παροιμ., πύξον εἰς Κύτωρον ἄγειν = γλαῦκας εἰς Ἀθήνας, πρβλ. τὸ παρ’ Ἄγγλοις «to carry coals to Newcastle», Εὐστ. 88. 3. ΙΙ. τὸ ἀνοικτὸν κίτρινον [[χρῶμα]] τοῦ ξύλου τῆς πύξου, Νικ. Ἀλεξ. φ. 592, Θ. 516· πρβλ. [[πύξινος]]. (Ἐν τῇ Λατ. τὸ π. γίνεται b, buxus, [[ἐναντίον]] τοῦ κανόνος, ἴδε Corssen Lat. Spr. 1. 127). | |lstext='''πύξος''': ἡ, τὸ «πυξάρι», Τουρκιστὶ «τσιμισίρ», τὸ [[δένδρον]] ἢ τὸ [[ξύλον]] [[αὐτοῦ]], πρῶτον παρ’ Ἀριστ. π. Κόσμ. 6. 37, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 3. 15, 5· ἀλλ’ ἦτο γνωστὸν καὶ τῷ Ὁμήρῳ τὸ [[δένδρον]], ὡς φαίνεται ἐκ τοῦ ἐπιθ. [[πύξινος]]· τὸ [[δένδρον]] τοῦτο (πυξάρι) φύεται καὶ αὐξάνεται εἰς ἱκανὸν [[μέγεθος]] ἐν τῇ βορειοτέρᾳ Ἑλλάδι, Smith Prodr Fl. Gr. 2. 232· - παροιμ., πύξον εἰς Κύτωρον ἄγειν = γλαῦκας εἰς Ἀθήνας, πρβλ. τὸ παρ’ Ἄγγλοις «to carry coals to Newcastle», Εὐστ. 88. 3. ΙΙ. τὸ ἀνοικτὸν κίτρινον [[χρῶμα]] τοῦ ξύλου τῆς πύξου, Νικ. Ἀλεξ. φ. 592, Θ. 516· πρβλ. [[πύξινος]]. (Ἐν τῇ Λατ. τὸ π. γίνεται b, buxus, [[ἐναντίον]] τοῦ κανόνος, ἴδε Corssen Lat. Spr. 1. 127). | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ου (ἡ) :<br />buis <i>arbrisseau</i>.<br />'''Étymologie:''' DELG prob. emprunt, pê d’Asie Mineure. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:09, 9 August 2017
English (LSJ)
ἡ,
A box, Buxus sempervirens, Thphr.HP3.15.5, Arist.Mu. 401a3, Mir.831b23, etc. (Hom. only has Adj. πύξινος): prov., πύξον εἰς Κύτωρον ἤγαγες 'carry coals to Newcastle', Eust.88.3. 2 boxwood, IG42(1).102.45 (Epid., iv. B.C.), Nic.Al.579, Th.516.
German (Pape)
[Seite 819] ἡ, der Buxbaum, das Buxbaumholz; Arist. mund. 6, 37 Theophr. u. A.; – bes. bemerkt wird die bleichgelbe Farbe des Buxbaumholzes, χροιὴ πύξου, Nic. Th. 516, πύξοιο χλόος, Al. 592.
Greek (Liddell-Scott)
πύξος: ἡ, τὸ «πυξάρι», Τουρκιστὶ «τσιμισίρ», τὸ δένδρον ἢ τὸ ξύλον αὐτοῦ, πρῶτον παρ’ Ἀριστ. π. Κόσμ. 6. 37, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 3. 15, 5· ἀλλ’ ἦτο γνωστὸν καὶ τῷ Ὁμήρῳ τὸ δένδρον, ὡς φαίνεται ἐκ τοῦ ἐπιθ. πύξινος· τὸ δένδρον τοῦτο (πυξάρι) φύεται καὶ αὐξάνεται εἰς ἱκανὸν μέγεθος ἐν τῇ βορειοτέρᾳ Ἑλλάδι, Smith Prodr Fl. Gr. 2. 232· - παροιμ., πύξον εἰς Κύτωρον ἄγειν = γλαῦκας εἰς Ἀθήνας, πρβλ. τὸ παρ’ Ἄγγλοις «to carry coals to Newcastle», Εὐστ. 88. 3. ΙΙ. τὸ ἀνοικτὸν κίτρινον χρῶμα τοῦ ξύλου τῆς πύξου, Νικ. Ἀλεξ. φ. 592, Θ. 516· πρβλ. πύξινος. (Ἐν τῇ Λατ. τὸ π. γίνεται b, buxus, ἐναντίον τοῦ κανόνος, ἴδε Corssen Lat. Spr. 1. 127).
French (Bailly abrégé)
ου (ἡ) :
buis arbrisseau.
Étymologie: DELG prob. emprunt, pê d’Asie Mineure.