σιδηροκμής: Difference between revisions

From LSJ

τὰν ἐπὶ τᾶς → Either with this or on this | Come back victorious or dead

Plutarch, Moralia, 241
(6_12)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''σῐδηροκμής''': ῆτος, ὁ, ἡ, ([[κάμνω]]) ὁ σφαγεὶς διὰ σιδήρου, δηλ. διὰ τοῦ ξίφους, εὕρηται δὲ [[μετὰ]] δοτ. πληθ. οὐδετ. βοτοῖς, Σοφ. Αἴ. 325· πρβλ. [[ἀνδροκμής]].
|lstext='''σῐδηροκμής''': ῆτος, ὁ, ἡ, ([[κάμνω]]) ὁ σφαγεὶς διὰ σιδήρου, δηλ. διὰ τοῦ ξίφους, εὕρηται δὲ [[μετὰ]] δοτ. πληθ. οὐδετ. βοτοῖς, Σοφ. Αἴ. 325· πρβλ. [[ἀνδροκμής]].
}}
{{bailly
|btext=ῆτος (ὁ, ἡ)<br />tué par le fer.<br />'''Étymologie:''' [[σίδηρος]], [[κάμνω]].
}}
}}

Revision as of 20:09, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σῐδηροκμής Medium diacritics: σιδηροκμής Low diacritics: σιδηροκμής Capitals: ΣΙΔΗΡΟΚΜΗΣ
Transliteration A: sidērokmḗs Transliteration B: sidērokmēs Transliteration C: sidirokmis Beta Code: sidhrokmh/s

English (LSJ)

ῆτος, ὁ, ἡ, (κάμνω)

   A slain by iron, i.e. by the sword, used with neut. dat. βοτοῖς, S.Aj.325; cf. ἀνδροκμής.

German (Pape)

[Seite 879] ῆτος, von, mit Eisen bearbeitet; – mit Eisen, durchs Schwert getödtet, βροτοί, Soph. Ai. 318.

Greek (Liddell-Scott)

σῐδηροκμής: ῆτος, ὁ, ἡ, (κάμνω) ὁ σφαγεὶς διὰ σιδήρου, δηλ. διὰ τοῦ ξίφους, εὕρηται δὲ μετὰ δοτ. πληθ. οὐδετ. βοτοῖς, Σοφ. Αἴ. 325· πρβλ. ἀνδροκμής.

French (Bailly abrégé)

ῆτος (ὁ, ἡ)
tué par le fer.
Étymologie: σίδηρος, κάμνω.