σιδηροκμής: Difference between revisions
From LSJ
(6_12) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''σῐδηροκμής''': ῆτος, ὁ, ἡ, ([[κάμνω]]) ὁ σφαγεὶς διὰ σιδήρου, δηλ. διὰ τοῦ ξίφους, εὕρηται δὲ [[μετὰ]] δοτ. πληθ. οὐδετ. βοτοῖς, Σοφ. Αἴ. 325· πρβλ. [[ἀνδροκμής]]. | |lstext='''σῐδηροκμής''': ῆτος, ὁ, ἡ, ([[κάμνω]]) ὁ σφαγεὶς διὰ σιδήρου, δηλ. διὰ τοῦ ξίφους, εὕρηται δὲ [[μετὰ]] δοτ. πληθ. οὐδετ. βοτοῖς, Σοφ. Αἴ. 325· πρβλ. [[ἀνδροκμής]]. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ῆτος (ὁ, ἡ)<br />tué par le fer.<br />'''Étymologie:''' [[σίδηρος]], [[κάμνω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:09, 9 August 2017
English (LSJ)
ῆτος, ὁ, ἡ, (κάμνω)
A slain by iron, i.e. by the sword, used with neut. dat. βοτοῖς, S.Aj.325; cf. ἀνδροκμής.
German (Pape)
[Seite 879] ῆτος, von, mit Eisen bearbeitet; – mit Eisen, durchs Schwert getödtet, βροτοί, Soph. Ai. 318.
Greek (Liddell-Scott)
σῐδηροκμής: ῆτος, ὁ, ἡ, (κάμνω) ὁ σφαγεὶς διὰ σιδήρου, δηλ. διὰ τοῦ ξίφους, εὕρηται δὲ μετὰ δοτ. πληθ. οὐδετ. βοτοῖς, Σοφ. Αἴ. 325· πρβλ. ἀνδροκμής.