συναπολαύω: Difference between revisions

From LSJ

καὶ ὑπολέλειμμαι ἐγὼ μονώτατος, καὶ ζητοῦσι τὴν ψυχήν μου λαβεῖν αὐτήν → and I, even I only, am left; and they seek my life, to take it away (1 Kings 19:14)

Source
(6_13a)
(Bailly1_5)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''συναπολαύω''': μέλλ. -σομαι, [[μετέχω]] τῆς ἀπολαύσεώς τινος, [[ἀπολαύω]] [[ὁμοῦ]] μετά τινος, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 39, 5, Ἠθικ. Εὐδήμ. 7. 12, 4· τινὸς Διοδ. Ἐκλογ. σ. 22 Mai, Λουκ., κλπ.· τινί, μετά τινος (ἐπὶ προσώπου), Θεμίστ. 57D, κτλ. 2) [[μετέχω]] τοῦ ἀγαθοῦ ἢ τοῦ κακοῦ πράγματός τινος, τὸ ἀσύμμετρον... οὐ σ. τῶν μερῶν Ἀριστ. Προβλ. 5. 22, 1· [[ὅλως]] ἐπὶ κακῆς σημασίας, αἱ στάσεις συναπολαύειν ποιοῦσι τὴν ὅλην πόλιν, κάμνουσι τὴν πόλιν νὰ πάσχῃ μετ’ αὐτῶν, ὁ αὐτ. ἐν Πολιτ. 5. 4, 4· σ. νόσου, κακοῦ Θεμίστ., κλπ.· πρβλ. [[ἀπολαύω]] Ι. 3. 3) [[ἁπλῶς]] [[μετέχω]], τινὸς Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 6. 8, 3.
|lstext='''συναπολαύω''': μέλλ. -σομαι, [[μετέχω]] τῆς ἀπολαύσεώς τινος, [[ἀπολαύω]] [[ὁμοῦ]] μετά τινος, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 39, 5, Ἠθικ. Εὐδήμ. 7. 12, 4· τινὸς Διοδ. Ἐκλογ. σ. 22 Mai, Λουκ., κλπ.· τινί, μετά τινος (ἐπὶ προσώπου), Θεμίστ. 57D, κτλ. 2) [[μετέχω]] τοῦ ἀγαθοῦ ἢ τοῦ κακοῦ πράγματός τινος, τὸ ἀσύμμετρον... οὐ σ. τῶν μερῶν Ἀριστ. Προβλ. 5. 22, 1· [[ὅλως]] ἐπὶ κακῆς σημασίας, αἱ στάσεις συναπολαύειν ποιοῦσι τὴν ὅλην πόλιν, κάμνουσι τὴν πόλιν νὰ πάσχῃ μετ’ αὐτῶν, ὁ αὐτ. ἐν Πολιτ. 5. 4, 4· σ. νόσου, κακοῦ Θεμίστ., κλπ.· πρβλ. [[ἀπολαύω]] Ι. 3. 3) [[ἁπλῶς]] [[μετέχω]], τινὸς Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 6. 8, 3.
}}
{{bailly
|btext=participer à la jouissance de, gén..<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[ἀπολαύω]].
}}
}}

Revision as of 20:09, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συναπολαύω Medium diacritics: συναπολαύω Low diacritics: συναπολαύω Capitals: ΣΥΝΑΠΟΛΑΥΩ
Transliteration A: synapolaúō Transliteration B: synapolauō Transliteration C: synapolayo Beta Code: sunapolau/w

English (LSJ)

   A share in the enjoyment, Arist.HA623a24, EE1244b18; τινος of a thing, D.S. 9.20, Luc.Musc.Enc.8, Diog.Oen.1, Supp.Epigr.4.259 (Panamara); τινι with a person, Them.Or.4.57d, etc.    2 share in the good or evil of... τὸ ἀσύμμετρον . . οὐ σ. τῶν μερῶν Arist.Pr.883a15; in bad sense, αἱ στάσεις συναπολαύειν ποιοῦσι τὴν ὅλην πόλιν make it suffer with them, Id.Pol.1303b32; σ. νόσου, τοῦ κακοῦ, Them.Or.1.7b, Max. Tyr.18.9; τῆς ἀναθυμιάσεως Gal.18(2).74; cf. ἀπολαύω 11.1.    3 simply, share in, have somewhat of, τινος Thphr.CP6.8.3.

German (Pape)

[Seite 1002] mit davon genießen, Nutzen oder Schaden haben; Arist. eth. eud. 7, 12 probl. 5, 22; Luc. musc. enc. 8.

Greek (Liddell-Scott)

συναπολαύω: μέλλ. -σομαι, μετέχω τῆς ἀπολαύσεώς τινος, ἀπολαύω ὁμοῦ μετά τινος, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 39, 5, Ἠθικ. Εὐδήμ. 7. 12, 4· τινὸς Διοδ. Ἐκλογ. σ. 22 Mai, Λουκ., κλπ.· τινί, μετά τινος (ἐπὶ προσώπου), Θεμίστ. 57D, κτλ. 2) μετέχω τοῦ ἀγαθοῦ ἢ τοῦ κακοῦ πράγματός τινος, τὸ ἀσύμμετρον... οὐ σ. τῶν μερῶν Ἀριστ. Προβλ. 5. 22, 1· ὅλως ἐπὶ κακῆς σημασίας, αἱ στάσεις συναπολαύειν ποιοῦσι τὴν ὅλην πόλιν, κάμνουσι τὴν πόλιν νὰ πάσχῃ μετ’ αὐτῶν, ὁ αὐτ. ἐν Πολιτ. 5. 4, 4· σ. νόσου, κακοῦ Θεμίστ., κλπ.· πρβλ. ἀπολαύω Ι. 3. 3) ἁπλῶς μετέχω, τινὸς Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 6. 8, 3.

French (Bailly abrégé)

participer à la jouissance de, gén..
Étymologie: σύν, ἀπολαύω.